Διαφημίζεται ως άοκνη διαπραγμάτευση. Στην πραγματικότητα η αξιολόγηση που δεν κλείνει είναι κάτι ανάμεσα σε έναν ψυχολογικό δισταγμό και μια σκόπιμη αναβλητικότητα. Κι αν ο πρώτος είναι μια ανθρώπινη κατάσταση, η δεύτερη είναι μια πολιτική επιλογή. Η κυβέρνηση, με άλλα λόγια, σπρώχνει τον χρόνο με μια διπλή επικοινωνιακή προσδοκία. Αφενός, επιχειρεί να στηρίξει το αφήγημα της ηρωικής μάχης με τους δανειστές μέχρις εσχάτων. Αφετέρου, να παρουσιάσει το κλείσιμο ως θρίαμβο μιας χώρας που πάτησε φρένο την τελευταία στιγμή για να μην τσακιστεί στα βράχια.
Είναι ένα είδος εφέ που υποτίθεται ότι μετατρέπει το Χίλτον από ξενοδοχείο σε πεδίο μάχης και τον Ευκλείδη Τσακαλώτο από υπουργό σε ηρωικό μαχητή. Μόνο που η παραγωγή πάσχει. Το φυσικό ύφος του υπουργού είναι αυτό του στρατιώτη που βρέθηκε ξαφνικά μόνος του στη μέση του πουθενά και γύρω του σκάνε οβίδες. Μοιάζει περισσότερο με φιλότιμο αντιήρωα που δεν μπορεί να σταματήσει να τρέμει ακόμη κι όταν θωρακίζεται ψυχολογικά με το ιδανικό της θυσίας, παρά με μπαρουτοκαπνισμένο αντάρτη που διψάει για ξύλο. Ζει την εμπειρία του Χίλτον ως τραγωδία παρά ως αλάνα.
Η παραγωγή πάσχει και από άποψη κόστους. Οι ημέρες που έχουν περάσει ήταν πανάκριβες και όσο περνούν γίνονται ακόμη πιο ακριβές. Το κόστος τους μετράται σε κλίμακες δισεκατομμυρίων που προστίθενται στα ήδη δανεισμένα δισεκατομμύρια συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας αίσθησης πλήρους διάλυσης. Η κυβέρνηση φουσκώνει συνεχώς έναν λογαριασμό που δεν έχει ιδέα πώς θα πληρώσει. Η διαφορά είναι εμφανής: δεν είναι μόνο σαν να σκάνε οβίδες γύρω σου. Είναι σαν να βρίσκεσαι ξαφνικά με μια οβίδα στα χέρια.