Κάποιες μέρες δεν είναι σαν τις άλλες. Μπορεί να αλλάξουν όλη σου τη ζωή –ενίοτε και το μέλλον της χώρας σου. Μία από αυτές ήταν η Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016, όταν οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Μία άλλη ήταν η Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017, όταν η Τερίζα Μέι, η μη εκλεγμένη πρωθυπουργός της Βρετανίας, πάτησε τη σκανδάλη του Brexit ενεργοποιώντας το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Και μία τρίτη θα είναι πιθανότατα η Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019 όταν η χώρα θα εγκαταλείψει την Ενωση στην οποία εισήλθε το 1973 (αν και αυτό θα μπορούσε να γίνει και λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα, αν συμφωνηθεί και από τις δύο πλευρές).
Το Brexit διχάζει τη Βρετανία: τους πολίτες (51,9% ψήφισαν έξοδο, 48,1% ψήφισαν παραμονή), τους πολιτικούς (ακόμη και στο κυβερνών κόμμα οι μισοί είναι υπέρ του «σκληρού» Brexit και οι άλλοι μισοί υπέρ του «μαλακού») και τις εφημερίδες. Στο κύριο άρθρο του ο φιλευρωπαϊκός «Ομπσέρβερ» έκανε λόγο για «Μαύρη Τετάρτη», σχολιάζοντας ότι «σαν τα πρόβατα οι Βρετανοί οδηγούνται στον γκρεμό, εξαπατημένοι από την πιο ανεύθυνη και αναξιόπιστη κυβέρνηση στην Ιστορία». Η απάντηση από τον ευρωσκεπτικιστικό Τύπο δεν άργησε να έρθει. «Είτε σας αρέσει είτε όχι, το Brexit θα γίνει» έγραψε η «Ντέιλι Τέλεγκραφ», ενώ η «Ντέιλι Μέιλ» πανηγύρισε την «Ελευθερία» της Βρετανίας.
Σύμφωνα με έρευνα του Reuters Institute, τους μήνες που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος ο βρετανικός Τύπος ήταν «προκατειλημμένος υπέρ της εξόδου». Φταίνε τα μέσα ενημέρωσης για το Brexit; Ορισμένοι απαντούν ανενδοίαστα ναι. «Τα μίντια ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για το γεγονός ότι πολλοί Βρετανοί αντιπαθούσαν την ΕΕ ή δεν γνώριζαν τη δράση της και πόσο αυτή ωφελούσε τη χώρα μας» λέει στα «ΝΕΑ» η 80χρονη βουλευτής των Εργατικών Αν Κλούιντ, η γηραιότερη εν ενεργεία γυναίκα βουλευτής.
«Πιστεύω ότι πρέπει να γίνει νέο δημοψήφισμα για να αποφασίσουν οι πολίτες επί της τελικής συμφωνίας» προσθέτει η Κλούιντ, η οποία ψήφισε εναντίον της ενεργοποίησης του άρθρου 50.
Το Brexit όμως θα γίνει. Το πότε, το ξέρουμε. Το πώς, όχι. Σε άρθρο του στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», ο επικεφαλής διαπραγματευτής της Κομισιόν Μισέλ Μπαρνιέ έκανε λόγο για «σαφή πιθανότητα» να μην υπάρξει συμφωνία.
Με το «καλημέρα» των διαπραγματεύσεων (η έναρξή τους τοποθετείται στα τέλη Μαΐου) θα τεθεί επί τάπητος ο «λογαριασμός του Brexit», δηλαδή τα περίπου 60 δισ. ευρώ που η ΕΕ υποστηρίζει ότι της χρωστάει η Βρετανία –ποσό που αμφισβητείται από το Λονδίνο.
Ενα άλλο αγκάθι είναι η επιδίωξη της βρετανικής κυβέρνησης να συζητηθούν οι όροι της εξόδου παράλληλα με τη μελλοντική εμπορική σχέση των δύο πλευρών. Οι Βρυξέλλες επιμένουν ότι τα δύο θέματα πρέπει να συζητηθούν χωριστά, ενώ ευρωπαίοι αξιωματούχοι προεξοφλούν ότι είναι αδύνατο να συναφθεί εμπορική συμφωνία εντός του χρονικού πλαισίου των δύο ετών και, συνεπώς, θα απαιτηθεί μια μεταβατική περίοδος που θα παρατείνει μερικώς την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ.
Σύμφωνα με πηγές των «Τάιμς», οι Βρυξέλλες είναι προετοιμασμένες για «τόσο άσχημες συνομιλίες ώστε η Βρετανία να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την ΕΕ χωρίς συμφωνία». Αν ναυαγήσουν οι διαπραγματεύσεις, η χώρα θα υπαχθεί στις ρυθμίσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, κάτι που συνεπάγεται υψηλούς τελωνειακούς δασμούς, αποκλεισμό του Σίτι του Λονδίνου από την ευρωπαϊκή αγορά και συνοριακούς ελέγχους. Σύσσωμοι ο επιχειρηματικός κόσμος και το χρηματοπιστωτικό λόμπι της Βρετανίας ζητούν από τη Μέι να μη βγάλει τη χώρα από την ΕΕ χωρίς συμφωνία, εξέλιξη που θα είχε ανυπολόγιστες οικονομικές συνέπειες και θα έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή του Ηνωμένου Βασιλείου: το νέο δημοψήφισμα στη Σκωτία μοιάζει αναπόφευκτο, ενώ ανάλογες φωνές ακούγονται πλέον και στη Βόρεια Ιρλανδία και στην Ουαλία.
Ωστόσο, η Μέι έχει αφήσει να διαφανεί ότι κινείται προς ένα «σκληρό Brexit», θέτοντας τη Βρετανία εκτός της ενιαίας αγοράς, της τελωνειακής ένωσης και της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Παράλληλα, όμως, έχει υποσχεθεί ότι θα επιδιώξει τη μεγαλύτερη δυνατή πρόσβαση των βρετανικών επιχειρήσεων στην ευρωπαϊκή αγορά, αλλά δεν έχει αποκαλύψει πώς σκοπεύει να το πετύχει και τι ανταλλάγματα είναι διατεθειμένη να προσφέρει στις Βρυξέλλες, χωρίς να εξαγριώσει τους ευρωσκεπτικιστές του κόμματός της.
Στην επιστολή αποχώρησης, η βρετανίδα πρωθυπουργός υιοθέτησε συμφιλιωτικό προς τους εταίρους της τόνο (του στυλ «σας αγαπάμε κι ας σας εγκαταλείπουμε»). Ωστόσο, ο εκπρόσωπός της είπε στα «ΝΕΑ» πως αυτό δεν σημαίνει ότι κάνει πίσω στις διεκδικήσεις της: «Η προσέγγισή μας δεν έχει αλλάξει. Οι θέσεις της πρωθυπουργού για τις διαπραγματεύσεις παραμένουν αμετάβλητες».