«Τον μετακινήσαμε από το μαυσωλείο / Ομως πώς βγάζεις τον Στάλιν έξω από τους κληρονόμους του;». O Γεβγκένι Γεφτουσένκο έφυγε στα 83 του χρόνια το περασμένο Σάββατο, αφού προηγουμένως είχε βρει τον τρόπο να απαντήσει στο ερώτημα των στίχων του ποιήματός του «Οι κληρονόμοι του Στάλιν» που είχε γράψει το 1962. Ο ρώσος ποιητής, συγγραφέας και σκηνοθέτης πέθανε στο νοσοκομείο της Τούσλα στην Οκλαχόμα των ΗΠΑ από καρδιακή ανεπάρκεια. Ηταν η πόλη όπου ζούσε από το 1992, χρονιά κατά την οποία ξεκίνησε να διδάσκει και στο πανεπιστήμιό της. Μέσα από τα μαθήματα λογοτεχνίας παρέδιδε στους φοιτητές του την ηθική του ελεύθερου πνεύματος.

Το «γηρασμένο λιοντάρι των ρωσικών γραμμάτων», όπως αποκαλούσαν τον ποιητή της διαμαρτυρίας που οι δημόσιες απαγγελίες του μαγνήτιζαν τα πλήθη, θεωρούσε τον εαυτό του πατριώτη και επιζήσαντα του νεκρού σοβιετικού συστήματος. «Δεν κυρίευσα τα χειμερινά ανάκτορα του τσάρου. Δεν εισέβαλα στο Ράιχσταγκ του Χίτλερ. Δεν είμαι αυτός που λέτε “κομμούνι”. Ομως χαϊδεύω την Κόκκινη Σημαία και κλαίω» γράφει στο ποίημά του «Αντίο, Κόκκινη Σημαία μας».

Ο Γεφτουσένκο υπήρξε ο πλέον αναγνωρίσιμος μιας μικρής ομάδας ποιητών και συγγραφέων οι οποίοι στράφηκαν ενάντια στους αυταρχικούς ηγέτες, ιδεολογικούς ζηλωτές και μετριοπαθείς γραφειοκράτες του σοβιετικού καθεστώτος. Οι πολέμιοί του, από την άλλη, τον θεωρούσαν συνεργάτη της μυστικής αστυνομίας. «Ρίχνει πέτρες μόνο προς τα κει που έχει πάρει έγκριση» είχε πει για εκείνον ο εξόριστος ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι. Ωστόσο, ο Γεφτουσένκο είχε κάθε λόγο να εχθρεύεται τους συνεχιστές του σταλινισμού, καθώς και οι δύο παππούδες του ήταν θύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων του 1930. Το 1956 τον απέβαλαν από το πανεπιστήμιο επειδή υπερασπίστηκε τον συγγραφέα του απαγορευμένου μυθιστορήματος «Οχι μόνο από ψωμί» Βλαντίμιρ Ντούντιντσεβ. Το 1958 αρνήθηκε να συμμετάσχει στην επίσημη εκστρατεία κατά του Μπόρις Πάστερνακ, συγγραφέα του «Δόκτορος Ζιβάγκο» και βραβευμένου με το Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Δέκα χρόνια αργότερα, το 1968, κατήγγειλε τη ρωσική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Διαφώνησε επίσης με τον αρχηγό της KGB Γιούρι Αντρόποφ για τον διωκόμενο επίσης νομπελίστα Αλεξάντρ Σολζενίτσιν. Και το 1979 κατήγγειλε την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν.

Ωστόσο, παρέμεινε πάντα αποδεκτός από το πολιτικό σύστημα, προσέχοντας να μην ενταχθεί στις τάξεις των οριστικά αντιφρονούντων λογοτεχνών. Ο Γεφτουσένκο κατόρθωσε να διατηρήσει τη λεπτή ισορροπία μεταξύ περιφρόνησης και αντίστασης εισπράττοντας ένα μέτρο επίσημης αναγνώρισης, λαμβάνοντας κρατικά βραβεία, την άδεια έκδοσης των βιβλίων του καθώς και το δικαίωμα να ταξιδεύει στο εξωτερικό.
Μετά τον θάνατο του Στάλιν, το έργο του Γεφτουσένκο άρχισε να έρχεται σε αντίθεση με τον σοβιετικό ρεαλισμό, εισάγοντας έναν νέο τρόπο σκέψης και το προσωπικό του ύφος. Το ποίημα του «Μπάμπι Γιαρ» το 1961 αναφέρεται στη σφαγή των Εβραίων από τους Ναζί στο Κίεβο τον Σεπτέμβριο του 1941. Είναι το ίδιο ποίημα που ενέπνευσε τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς να συνθέσει τη Συμφωνία αρ. 13.
«Στο Μπάμπι Γιαρ μνημεία δεν υπάρχουν. / Απότομη πλαγιά, σαν μια ταφόπλακα χοντροκομμένη. / Φοβάμαι. Είμαι τόσων ετών, όσο και ο εβραϊκός λαός. / Τώρα νομίζω πως –Ιουδαίος είμαι. / Να, περιφέρομαι στην αρχαία Αίγυπτο. / Να, σταυρωμένος στον σταυρό, αργοπεθαίνω, / και μέχρι σήμερα έχω τα σημάδια των καρφιών» (στη μετάφραση του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη).

Τα επόμενα χρόνια, το έργο του έγινε γνωστό σε λογοτεχνικούς κύκλους στην Ανατολική και τη Δυτική Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κούβα, την Ανατολική Αφρική και την Αυστραλία. Το περιοδικό «Time» στο εξώφυλλο του Απριλίου 1962 τον παρουσιάζει ως «οργισμένο νέο άνθρωπο» σε ένα εγκωμιαστικό άρθρο για το ηγετικό πνεύμα μιας αλλαγμένης, απελευθερωμένης Ρωσίας.

Εκείνος έμεινε σταθερός εκφράζοντας την άποψή του για ό,τι συνέβαινε στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Από τις δολοφονίες του γερουσιαστή Ρόμπερτ Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τζούνιορ έως την αντίθεσή του για τον συγγραφέα Τζον Στάινμπεκ, ο οποίος δεν διαμαρτυρήθηκε για τον πόλεμο στο Βιετνάμ.