«Τον Ιούλιο του 1972 περιόδευα με το τρένο στη Φλόριδα για την προώθηση της ταινίας “Ο υποψήφιος”. Με το ίδιο τρένο ταξίδευαν καλλιτεχνικοί αλλά και πολιτικοί συντάκτες, τους οποίους άκουγα να μιλούν για μια διάρρηξη στα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος, τα οποίο βρίσκονταν στο συγκρότημα Γουότεργκεϊτ της Ουάσιγκτον. Την υπόθεση κάλυπταν δυο νεαροί δημοσιογράφοι, ο Μπομπ Γούντγουορντ και ο Καρλ Μπέρνστιν».
Αρχίζει με αυτή τη σκηνή το κείμενο που υπογράφει στην «Ουάσιγκτον Ποστ» ο ηθοποιός, ο οποίος τέσσερα χρόνια αργότερα θα ενσάρκωνε στην ταινία «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» τον έναν από τους δύο δημοσιογράφους. Αυτός ήταν φυσικά ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Την εποχή της περιοδείας δεν είχαν γραφτεί παρά ελάχιστα πράγματα γι’ αυτό που στη συνέχεια θα γινόταν το μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο στην ιστορία των ΗΠΑ. Οσο περνούσαν όμως οι ημέρες τόσο περισσότερο ο Ρέντφορντ παθιαζόταν με την υπόθεση. «Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι αυτή η ιστορία θα μπορούσε να γίνει μια ωραία ταινία: δυο έντιμοι δημοσιογράφοι κάνουν τα πάντα για να φτάσουν στην αλήθεια» συνεχίζει. «Η αρχική ιδέα μου ήταν απλώς να κάνω μια ταινία για δυο δημοσιογράφους, τη σημασία της δημοσιογραφίας και την ελευθερία του Τύπου. Μόνο αργότερα θα αποκαλυπτόταν πόσο σοβαρή ήταν αυτή η υπόθεση. Προσπάθησα να έρθω σε επαφή με τον Γούντγουορντ και τον Μπέρνστιν. Δεν πήγε καλά. Στην αρχή δεν έβγαιναν στο τηλέφωνο πιστεύοντας ότι επρόκειτο για κάποια παγίδα της κυβέρνησης Νίξον. Τελικά καταφέραμε να έρθουμε σε επαφή και γυρίσαμε το “Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου”».
Ακριβώς 45 χρόνια από τότε, πολλοί έχουν αρχίσει να ρωτούν τον Ρέντφορντ αν υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα. Και εκείνος βλέπει πολλές. Η πιο μεγάλη από αυτές, γράφει, είναι η σημασία που έχει μια ανεξάρτητη και ελεύθερη πληροφόρηση για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. «Οταν ο πρόεδρος Τραμπ λέει ότι βρίσκεται σε “ανοιχτό πόλεμο” με τα μέσα ενημέρωσης, χαρακτηρίζει τους δημοσιογράφους ως “τα πιο ανέντιμα όντα στον πλανήτη” και γράφει στο twitter ότι είναι “οι εχθροί του αμερικανικού λαού”, τότε οδηγεί τις ψευδείς κατηγορίες του προέδρου Νίξον περί “σκάρτης και άθλιας” δημοσιογραφίας σε νέα ύψη. Μια έντιμη και εμπεριστατωμένη δημοσιογραφία υπερασπίζει τη δημοκρατία. Είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε για να περιορίσουμε τους πολιτικούς που διψούν για εξουσία».
Είναι κάτι που ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν έχει σταματήσει να επαναλαμβάνει: «Το “Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου” ήταν μια βίαιη ταινία. Δεν έπεφτε ούτε ένας πυροβολισμός, αλλά τα λόγια ήταν σαν όπλα». Αυτό όμως ήταν κάτι που φάνηκε στη συνέχεια. Στην αρχή, ο Ρέντφορντ είχε δυσκολευτεί να βρει χρηματοδότες για την ταινία. «Εφημερίδες, τύποι που χτυπούν τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής, δημοσιογραφία. Πού είναι το δραματικό στοιχείο;» του έλεγαν. «Εγώ δεν το έβλεπα έτσι. Για μένα ήταν η ιστορία δύο δημοσιογράφων που έδιναν τα πάντα για να φτάσουν στην αλήθεια. Αυτό στην ταινία. Γιατί στην πραγματική ζωή δεν ήταν μόνο δύο οι άνθρωποι που έψαχναν την αλήθεια στο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Υπήρχε ένα ολόκληρο καστ από πρώτους και δεύτερους ρόλους που ακολούθησαν τη συνείδησή τους: ο Τζον Ντιν, νομικός σύμβουλος του Νίξον· ο γενικός εισαγγελέας Ελιοτ Ρίτσαρντσον και ο γενικός αντεισαγγελέας Γουίλιαμ Ράκελσαους που προτίμησαν να παραιτηθούν, αντί να ικανοποιήσουν το αίτημα του Νίξον και να παύσουν τον ειδικό εισαγγελέα Αρτσιμπαλντ Κοξ. Και κυρίως οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί βουλευτές».
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ υπενθυμίζει ότι ο Νίξον παραιτήθηκε επειδή η επιτροπή της Γερουσίας για το Γουότεργκεϊτ, της οποίας τα μέλη ήταν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, έκανε τη δουλειά της. Με άλλα λόγια, το σύστημα λειτούργησε. Λειτούργησαν οι δικλίδες ασφαλείας του Συντάγματος τη στιγμή που δοκιμάστηκαν οι αντοχές του. Θα λειτουργήσουν ξανά; «Αυτό το ερώτημα με οδηγεί σε ένα δεύτερο: τι είναι διαφορετικό σήμερα;» διερωτάται ο Ρέντφορντ. «Πολλά» απαντά. «Η χώρα είναι διχασμένη, έχουμε ευρεία αντίληψη περί αλήθειας. Κάποτε Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί ένωσαν τις δυνάμεις τους για να θέσουν τέλος σε μια διεφθαρμένη και εγκληματική προεδρία. Σήμερα είναι αλλιώς. Ο Τζον Ντιν είχε πει το 1973 μια φράση που έμεινε στην Ιστορία: “Η αλήθεια βγαίνει πάντα στο φως”. Για σήμερα δεν θα ήμουν σίγουρος».