Η έκθεση σε υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες και η ταυτόχρονη σωματική καταπόνηση αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες εμφράγματος του μυοκαρδίου, προειδοποιούν επιστήμονες από τη Σκωτία.
Το εύρημα αυτό εξηγεί γιατί η καρδιοπάθεια αποτελεί την κύρια αιτία θανάτου των εν ενεργεία πυροσβεστών, προκαλώντας το 45% των ετήσιων θανάτων μεταξύ τους, λένε οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Η μελέτη, που χρηματοδοτήθηκε από το Βρετανικό Ίδρυμα Καρδιάς (BHF), δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Circulation.
Όπως εξηγούν οι ερευνητές, μελέτησαν 17 μη καπνιστές και υγιείς πυροσβέστες, οι οποίοι συμμετείχαν σε δύο εικονικές κατασβέσεις πυρκαγιών που «εκδηλώθηκαν» επτά ημέρες η μία από την άλλη.
Η άσκηση απαιτούσε να εκτεθούν σε θερμοκρασίες έως 400 βαθμούς Κελσίου, καθώς προσπαθούσαν να κατεβάσουν ένα «θύμα» βάρους περίπου 80 κιλών από ένα διώροφο κτήριο.
Πέραν των κλασικών πυροσβεστικών στολών, οι πυροσβέστες ήταν εφοδιασμένοι με συσκευές παρακολούθησης της καρδιακής λειτουργίας τους, οι οποίες μισή ώρα πριν αρχίσει η άσκηση και για τις επόμενες 24 ώρες κατέγραφαν συνεχώς τον καρδιακό παλμό και την αρτηριακή πίεσή τους. Πριν και μετά την άσκηση, εξ άλλου,υποβλήθηκαν σε αιματολογικές εξετάσεις.
Στόχος ήταν να εξακριβωθεί εάν ανέπτυσσαν ενδείξεις καρδιακής καταπόνησης, που θα μπορούσαν να μειώσουν την παροχή αίματος στον καρδιακό μυ και γενικότερα την καρδιακή λειτουργία.
Τα στοιχεία που συνέλεξαν οι επιστήμονες αποκάλυψαν άγνωστες έως τώρα διεργασίες οι οποίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση εμφράγματος στα άτομα υψηλού κινδύνου.
Οι πυροσβέστες παρουσίαζαν διαταραγμένη λειτουργία των αιμοφόρων αγγείων τους (δεν χαλάρωναν αρκετά όταν σταματούσε η έκθεση στη ζέστη), αυξημένη πηκτικότητα του αίματος που αύξανε κατά 66% τον κίνδυνο δημιουργίας θρόμβων αίματος και αύξηση της σωματικής θερμοκρασίας τους κατ’ αναλογίαν με τις θερμοκρασίες στις οποίες εκτίθεντο.
Επιπλέον, η σωματική θερμοκρασία τους παρέμεινε υψηλή για τρεις έως τέσσερις ώρες μετά την διακοπή της έκθεσής τους στις υψηλές θερμοκρασίες, ενώ η αρτηριακή πίεσή τους ήταν πολύ χαμηλή όταν έπαψαν να εκτίθενται στη ζέστη.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η αύξηση στην πηκτικότητα του αίματος οφείλεται στον συνδυασμό της απώλειας υγρών λόγω της έντονης εφίδρωσης με φλεγμονώδεις αντιδράσεις λόγω της αφόρητης ζέστης. Οι επιδράσεις αυτές έχουν ως συνέπεια την αφυδάτωση και έτσι τη συμπύκνωση του αίματος.
«Η μελέτη μας αποκάλυψε άμεση συσχέτιση ανάμεσα στη ζέστη και το επίπεδο της φυσικής δραστηριότητας με τον κίνδυνο εκδήλωσης ενός εμφράγματος», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Νικ Μάιλς, καθηγητής στο Κέντρο Καρδιαγγειακής Επιστήμης του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.
Και πρόσθεσε, ότι τα νέα ευρήματα υποδηλώνουν πως όποιος καταπονείται σωματικά σε ακραία υψηλές θερμοκρασίες, πρέπει να ενυδατώνεται πάρα πολύ καλά και να αφιερώνει στη συνέχεια επαρκή χρόνο για την ανάπαυσή του.