Την περασμένη Παρασκευή ο Ανδρέας Ξανθός καταχειροκροτήθηκε όταν εξήγγειλε ότι το υπουργείο Υγείας σχεδιάζει να εντάξει στα αποζημιούμενα φάρμακα τα αντισυλληπτικά χάπια. Μάλιστα, όπως διευκρίνισε, το μέτρο αυτό θα ισχύσει τόσο για τις ασφαλισμένες όσο και για τις ανασφάλιστες γυναίκες που ζουν στη χώρα μας.

Η ανακοίνωση αυτή έγινε κατά την ομιλία του υπουργού στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Βουλής, που συνεδρίασε με θέμα «Γυναικεία Υγεία – Σεξουαλική και Αναπαραγωγική Υγεία».

«Εχω κάνει ήδη μια διερεύνηση με τον ΕΟΠΥΥ και νομίζω ότι μπορούμε να προχωρήσουμε σύντομα στην ένταξη του χαπιού της αντισύλληψης στη θετική λίστα φαρμάκων που αποζημιώνονται και να αναλάβει φυσικά την ευθύνη της κάλυψής του ο ΕΟΠΥΥ και για τους ασφαλισμένους και για τους ανασφάλιστους πολίτες. Νομίζω ότι το κόστος είναι διαχειρίσιμο» τόνισε. Και πρόσθεσε ότι «το αντισυλληπτικό χάπι δεν μπορεί να θεωρείται σήμερα μια υπόθεση lifestyle. Είναι σημαντικό εργαλείο περιορισμού των εκτρώσεων και προφανώς η χρήση του πρέπει να συνοδεύεται από μια καμπάνια ενημέρωσης και σεξουαλικής αγωγής που πρέπει να αρχίζει από το σχολείο».

Ο θετικός απόηχος ήταν αναμενόμενος με το ακροατήριο τόσο εντός όσο και εκτός Κοινοβουλίου να αντιμετωπίζει τέτοιες πρωτοβουλίες ως νότα αισιοδοξίας σε μια περίοδο ύφεσης.

Αλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που οι ιθύνοντες στην οδό Αριστοτέλους νομοθετούν αντίμετρα που λειτουργούν ως «γλυκαντικό» στη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν οι έλληνες πολίτες σε ό,τι αφορά τις παρεχόμενες υπηρεσίες Υγείας. Τα τελευταία δύο χρόνια το υπουργείο Υγείας επιδίδεται σε έναν αγώνα δρόμου για τη θέσπιση…ανακουφιστικών μέτρων, όμως η Ιστορία δείχνει χαμηλά αντανακλαστικά σε ό,τι αφορά τον απαραίτητο οικονομικό σχεδιασμό.

Δωρεάν πρόσβαση για ανασφάλιστους

Ενα από τα πρώτα στοιχήματα που είχε θέσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ήταν η ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών (είτε είναι ασφαλισμένοι, είτε ανασφάλιστοι) στις δημόσιες δομές υγείας.

Μάλιστα, οι ρυθμοί για την εφαρμογή του σχεδίου ήταν ιδιαίτερα ταχείς. Είναι ενδεικτικό ότι στις αρχές του 2016 δόθηκε εντολή από την οδό Αριστοτέλους προς τα νοσοκομεία της χώρας να εξυπηρετούνται δωρεάν οι ανασφάλιστοι (Ελληνες ή αλλοδαποί) πριν ακόμη από την έκδοση της σχετικής υπουργικής απόφασης.

Το αποτέλεσμα; Η Ενωση Νοσοκομειακών Ιατρών Αθήνας και Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) ζητά για το 2017 «έκτακτη κρατική επιχορήγηση ύψους 400 εκατ. ευρώ», ώστε να περιοριστεί η οικονομική ζημία στα ταμεία των δημόσιων νοσοκομείων της χώρας. Και αυτό διότι –όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση –«δυστυχώς από τον κρατικό προϋπολογισμό για το 2016 προβλέφθηκαν 1,265 εκατ. ευρώ και για το 2017 1 εκατ. ευρώ». Ομως, για να αντιληφθεί κανείς τη μαύρη τρύπα που διογκώνεται με γοργούς ρυθμούς στο δημόσιο σύστημα Υγείας –το οποίο χρηματοδοτείται με προϋπολογισμούς ένδειας –αρκεί να αναλογιστεί ότι η δαπάνη για την περίθαλψη ανασφάλιστων πολιτών και αλλοδαπών αλλά και ασθενών με βιβλιάριο απορίας στα νοσοκομεία μόνο της Αθήνας κόστισε 57,2 εκατομμύρια ευρώ.

Ειδικότερα, στο δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα Γεώργιος Γεννηματάς καταγράφηκαν το περυσινό έτος κόστη ύψους 3,1 εκατ. ευρώ για τη φροντίδα ανασφάλιστων πολιτών και προσφύγων. Το αντίστοιχο κόστος για το νοσοκομείο Ευαγγελισμός έφτασε τα 5,7 εκατ. ευρώ, καθώς έλαβαν ιατροφαρμακευτική φροντίδα 2.500 – 3.000 έλληνες ανασφάλιστοι, αλλοδαποί που δήλωσαν οικονομική αδυναμία, αλλά και πρόσφυγες.

Οπως ομολογούν στα «ΝΕΑ» νοσοκομειακοί γιατροί –οι οποίοι σημειωτέον υπεραμύνονται τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική φροντίδα για όλους –η δαπάνη για την ισότιμη περίθαλψη όλων των πολιτών λειτουργεί ως οικονομική θηλιά στο αποδυναμωμένο ΕΣΥ που περιορίζει τις υπηρεσίες και την ποιότητα αυτών τόσο προς τους ασφαλισμένους όσο και προς τους ανασφάλιστους.

Από το πεντάευρο στα 20 εκατ. αιμορραγία

Προεκλογική υπόσχεση της κυβέρνησης ήταν και η κατάργηση του πεντάευρου, το οποίο απαιτούσαν τα λογιστήρια των νοσοκομείων προκειμένου να εκδώσουν το σχετικό παράβολο για μια εξέταση στα εξωτερικά ιατρεία του ΕΣΥ.

Το μνημονιακό αυτό μέτρο ίσχυσε για τρία έτη και ο πρώην υπουργός Υγείας Παναγιώτης Κουρουμπλής το κατάργησε αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.

Η απουσία ενιαίας πολιτικής στην Υγεία ήταν τότε η αιτία αντιπαράθεσης με τους θεσμούς, η ελληνική πλευρά ωστόσο διαβεβαίωνε τους δανειστές για την άμεση εξεύρεση ισοδύναμων μέτρων.

Στην πράξη, υπολογίζεται ότι από τότε έως και σήμερα τα δημόσια νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας της χώρας χάνουν ετησίως έσοδα ύψους 20 εκατομμυρίων, χωρίς να έχει βρεθεί τρόπος για τη μείωση αυτής της οικονομικής αιμορραγίας τους.

Σημειωτέον δε, ότι κατά το ίδιο διάστημα τα ληξιπρόθεσμα χρέη του ΕΣΥ αγγίζουν το 1 δισ. ευρώ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εύρυθμη τροφοδοσία και τη λειτουργία τους.

Κάλυψη εξετάσεων χωρίς αντίκρισμα

Στο μεταξύ, τον δρόμο της Δικαιοσύνης έχει λάβει και η πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Υγείας για κάλυψη 86 νέων εξετάσεων από τον ΕΟΠΥΥ. Το μέτρο αυτό αποτέλεσε στις αρχές του έτους μία ακόμη «νίκη» της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας κατά της λιτότητας, καθώς «η δαπάνη γι’ αυτές τις εξετάσεις έως τώρα επιβάρυνε τους ασθενείς».

Η απάντηση – χαστούκι του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων (ΠΑΣΙΔΙΚ) ήταν άμεση: «Η απόφαση αυτή είναι μνημείο λαϊκισμού, παραπλάνησης της κοινής γνώμης και νομοθέτησης με επικοινωνιακούς και μόνο όρους. Επί της ουσίας, εφαρμόζεται δήθεν “κοινωνική πολιτική” με δαπάνες όμως ιδιωτών παρόχων».

Οπως σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Γιώργος Βουγιούκας, «ουδέν ποσόν έχει προβλεφθεί για την αποζημίωση αυτών των εξετάσεων, γεγονός που αποτυπώνεται και από τον κλειστό προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί από τον ΕΟΠΥΥ». Είναι ενδεικτικό ότι παρά τις μειώσεις στις τιμές που χρεώνει ο ιδιωτικός τομέας στον ΕΟΠΥΥ για εξετάσεις (απεικονιστικές και βιοχημικές) και την αναγκαστική έκπτωση (rebate) των διαγνωστικών κέντρων προς τον Οργανισμό, συνεχίζει να καταγράφεται υπέρβαση στον κλειστό προϋπολογισμό, χωρίς να προβλέπεται περαιτέρω αύξηση.

«Συνεπώς, οι ιδιώτες πάροχοι θα καταβάλλουν μέσω αυξημένου clawback και rebate το επιπλέον κόστος» καταλήγει ο Γιώργος Βουγιούκας, προσθέτοντας ότι ο κλάδος έχει προσφύγει στο ΣτΕ για το συγκεκριμένο θέμα.