Ενας 22χρονος Κιργίζιος ήταν ο βομβιστής αυτοκτονίας στο μετρό της Αγίας Πετρούπολης, στην επίθεση που στοίχισε τη ζωή σε 14 άτομα και τραυμάτισε δεκάδες άλλα. Ο δράστης είχε επαφές με ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις, όμως ακόμα καμία οργάνωση δεν έχει αναλάβει την ευθύνη. Χθες, υπήρξε απειλή και για άλλη βόμβα στο μετρό της ρωσικής μεγαλούπολης. Οι αναλυτές θεωρούν πλέον πως η Ρωσία αντικαθιστά γοργά τις ΗΠΑ ως Νο 1 εχθρό της Αλ Κάιντα, του Ισλαμικού Κράτους και άλλων σουνιτικών τζιχαντιστικών ομάδων.

Η αλλαγή αυτή, πιστεύεται, ότι έχει τις ρίζες της στην πρόσφατη ρωσική δραστηριότητα στη Μέση Ανατολή –συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης εμπλοκής στη Συρία –και στις κινήσεις για παρέμβαση στη Λιβύη με την πρόσφατη ανάπτυξη ειδικών δυνάμεων σε αεροπορική βάση της Αιγύπτου, οι οποίες έχουν συγκεντρώσει την οργή των ακραίων σουνιτών και έχουν αναγάγει τη Ρωσία σε κύριο στόχο για τους τζιχαντιστές. Αναλυτές τονίζουν πως εάν το «χαλιφάτο» του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία καταρρεύσει και οι ξένοι μαχητές –μεταξύ των οποίων υπολογίζεται ότι βρίσκονται περίπου 2.400 Ρώσοι –αποπειραθούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και στοχεύσουν το Κρεμλίνο, τότε η κατάσταση μπορεί να χειροτερεύσει για τη Μόσχα.

Οι τρομοκρατικές οργανώσεις έχουν ξεκαθαρίσει τις προτεραιότητές τους. Σε βίντεο του Ισλαμικού Κράτους με τίτλο «Σύντομα το αίμα θα χυθεί σαν ωκεανός», ένας τζιχαντιστής απειλεί τον Βλαντίμιρ Πούτιν, επικαλούμενος τη συνεργασία του με τον σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Ασαντ, το Ιράν και τη λιβανέζικη οργάνωση Χεζμπολάχ ως απόδειξη ότι η Μόσχα αποτελεί τον κύριο υποστηρικτή του σιιτικού άξονα σε όλη τη Μέση Ανατολή. Ετσι το Ισλαμικό Κράτος και άλλες τζιχαντιστικές οργανώσεις εκφράζουν όλο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό την επιθυμία να χτυπήσουν ρωσικούς στόχους, με τη συνεργαζόμενη ομάδα στη χερσόνησο του Σινά της Αιγύπτου να διεκδικεί την ευθύνη για τη βομβιστική επίθεση στο ρωσικό αεροσκάφος που κατέπεσε λίγο μετά την απογείωσή του από το Σαρμ ελ Σεΐχ με προορισμό την Αγία Πετρούπολη, τον Οκτώβριο του 2015.

Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η σκληρή ρωσική στρατιωτική εκστρατεία που συνεχίζεται τα τελευταία χρόνια εναντίον των σουνιτών ενόπλων στον Καύκασο –από την Ινγκουσετία έως την Οσετία και την Τσετσενία. Οι αντάρτικες ομάδες του Καυκάσου έχουν μετατραπεί από εθνικιστικές σε ισλαμιστικές. Και αυτό σημαίνει ότι οι ένοπλοι είναι ακόμα λιγότερο πρόθυμοι να εξετάσουν μια πιθανή πολιτική επίλυση. Ταυτόχρονα το κέντρο βάρους της σύγκρουσης έχει μεταφερθεί από την Τσετσενία στο Νταγκεστάν και στη γύρω περιοχή.

Η ρωσική επέμβαση στη Συρία έχει επιταχύνει αυτές τις αλλαγές στην περιοχή του Καυκάσου, καθώς υπάρχει ένας άτυπος ανταγωνισμός για την προσέλκυση νέων μαχητών και χρηματοδότησης από τις τζιχαντιστικές οργανώσεις στις δύο περιοχές. Καθώς τζιχαντιστές φεύγουν για τα μέτωπα της Συρίας, η βία φαίνεται να περιορίζεται στην Τσετσενία –τουλάχιστον προς το παρόν -, ενώ αυξάνεται δραματικά στο Νταγκεστάν.

Λίγο πριν από τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς στο Σότσι το 2014, οι ρωσικές Αρχές ουσιαστικά παρότρυναν τους ακραίους σουνίτες να φύγουν από το έδαφός τους και να πάνε στη Συρία να πολεμήσουν στην τζιχάντ, με την ελπίδα ότι θα τους απέτρεπαν να επιστρέψουν. Ομως αυτή η στρατηγική δεν είναι ασφαλής, καθώς έστω και λίγοι τζιχαντιστές μπορούν εύκολα να ξεγελάσουν τους συνοριακούς ελέγχους και να προβούν σε βομβιστικές επιθέσεις σε μεγάλες πόλεις προκαλώντας χάος.