Τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά το αιματηρό περιστατικό στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας και μετά τις αθωωτικές –για τους κατηγορουμένους –αποφάσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης, ήρθε τελικά η δικαίωση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους 42 προσφεύγοντες υπηκόους του Μπανγκλαντές και για τα μέλη της νομικής ομάδας που είχε αναλάβει την υπόθεση Chowdury, όπως είναι γνωστή.
Από την πρώτη στιγμή στο πλευρό των αλλοδαπών εργατών γης, οι οποίοι είχαν πέσει θύματα καταναγκαστικής εργασίας και εμπορίας ανθρώπων, βρέθηκε το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες. Μάλιστα, ο δικηγόρος του Συμβουλίου Βασίλης Κερασιώτης ήταν ο συνήγορος πολιτικής αγωγής στη δίκη στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Πάτρας. Μετά τις αποφάσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης, όμως, τον Απρίλιο του 2015 η νομική ομάδα του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες αποφάσισε να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο.
Τότε ήταν που ζητήθηκε και η συνδρομή του Μάρκου Καραβία, λόγω της ειδίκευσής του στο Διεθνές Δίκαιο και στα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ο δικηγόρος Αθηνών και επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αμστερνταμ από εκείνη τη στιγμή και μετά έγινε μέλος της νομικής ομάδας στην υπόθεση Chowdury.
«Η απόφαση του ΕΔΑΔ το οποίο ασχολήθηκε αποκλειστικά με τις ευθύνες των ελληνικών Αρχών, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί δικαίωση για τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι υπέστησαν την εκμετάλλευση και έπεσαν θύματα εμπορίας. Σε δεύτερο επίπεδο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο περιγράφει τη διαδικασία και τις παραλείψεις εκ μέρους των ελληνικών Αρχών, φέρνοντας στην πραγματικότητα την Ελλάδα προ των ευθυνών της. Ετσι, διαπιστώθηκε πως το ελληνικό κράτος παρέβη τις υποχρεώσεις του να αποτρέψει την εμπορία ανθρώπων, να διερευνήσει και να τιμωρήσει τους υπευθύνους και να προστατεύσει τα θύματα» τονίζει ο Καραβίας. Απώτερος στόχος της απόφασης είναι ουσιαστικά να αλλάξει η νοοτροπία των Αρχών, «να καταλάβουν ποια είναι τα φαινόμενα, τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζουν» προσθέτει.
Η αποκάλυψη της εμπορίας ανθρώπων στη Μανωλάδα Ηλείας δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Ηταν κάτι που συνέβαινε για αρκετό καιρό και δεν έγιναν τα απαραίτητα για την προστασία των ανθρώπων αυτών. Η δημοσιοποίηση της υπόθεσης μετά τον τραυματισμό από κυνηγετικό όπλο αλλοδαπών εργατών έκανε σαφές για πρώτη φορά στη χώρα μας πως η εργασιακή εκμετάλλευση είναι μια όψη του trafficking, το οποίο μέχρι τότε είχε ταυτιστεί μόνο με τη σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών. Παράλληλα, η ιστορία της Μανωλάδας είναι και η πρώτη μεγάλη υπόθεση εργασιακού trafficking για εργάτες γης που φτάνει στις αίθουσες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
«Η σημασία της απόφασης έχει αντίκτυπο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κι αυτό γιατί “Μανωλάδα” δεν υπάρχει μόνο στην Ελλάδα ή σε μεσογειακές αλλά και σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Στη Σουηδία, για παράδειγμα, διενεργήθηκε έρευνα για το κατά πόσον προστατεύονται οι μετανάστες εργάτες γης, οι οποίοι εργάζονταν σε καλλιέργειες στη χώρα. Η απόφαση λοιπόν του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεσμεύει ουσιαστικά όλα τα κράτη-μέλη και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από όλα τα εθνικά δικαστήρια των κρατών-μελών όταν έχουν ανάλογες υποθέσεις, με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων των πλέον ευάλωτων κοινωνικών ομάδων» λέει ο Μάρκου Καραβία.
Ο επίκουρος καθηγητής εγκαταστάθηκε στην ολλανδική πρωτεύουσα το 2014. Πήρε πτυχίο από τη Νομική Σχολή Αθηνών και έφυγε για μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στην Οξφόρδη, με ειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο. Επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε ως μέλος τής τότε Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, η οποία εξέταζε αιτήματα ασύλου.
Η απόφαση να ξαναφύγει στο εξωτερικό ήρθε έπειτα από πρόταση – πρόσκληση του Πανεπιστημίου του Αμστερνταμ και της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών της Ολλανδίας να συμμετάσχει σε ερευνητικό πρόγραμμα για την προστασία του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, για τον ρόλο του Διεθνούς Δικαίου στην προστασία από τους σύγχρονους κινδύνους για το περιβάλλον (κλιματική αλλαγή, υπεραλίευση, αποψίλωση δασών). Μετά την ολοκλήρωση του ερευνητικού προγράμματος, το Πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ του πρόσφερε τη θέση του επίκουρου καθηγητή Διεθνούς Δικαίου.
Στο πανεπιστήμιο όπου διδάσκει φοιτούν και πολλοί Ελληνες, κυρίως στα μεταπτυχιακά τμήματα. «Αυτό που έχει σημασία είναι ο φοιτητής μετά την απόκτηση του πτυχίου και του μεταπτυχιακού του να έχει τη λαχτάρα να ασκήσει το επάγγελμα. Αυτή είναι η σημαντικότερη ανταμοιβή για έναν καθηγητή, να μαθαίνει ότι οι φοιτητές που πέρασαν από τα πανεπιστημιακά έδρανα κάνουν τώρα τη δική τους καριέρα». Αυτό που διευκρινίζει είναι πως παρά την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας, γίνεται πολύ καλή και σημαντική δουλειά στο ελληνικό πανεπιστήμιο. «Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι έλληνες επιστήμονες που βρίσκονται στο εξωτερικό, είναι απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων» υπογραμμίζει. Είναι όμως στα σχέδιά του να επιστρέψει κάποια στιγμή στην Ελλάδα; «Η ποιότητα ζωής στο Αμστερνταμ είναι υψηλή, η πόλη είναι πανέμορφη, πάντα ωστόσο υπάρχει ο δεσμός με την Ελλάδα. Για μένα όπως και για πολλούς ακόμη που εργάζονται στο εξωτερικό, η πόρτα της επιστροφής μένει πάντα ανοιχτή» απαντά.