Ο νεαρός άντρας με την ταλαιπωρημένη όψη είχε ένα πρόσωπό που έλαμπε. Φορούσε ένα ξεχειλωμένο πουλόβερ, ένα μισοσκισμένο τζιν, στεκόταν στην ουρά του ταμείου ενός φανταχτερού φούρνου σε ένα πολύ κεντρικό σημείο των βορείων προαστίων μαζί με κουστουμαρισμένους υπαλλήλους την ώρα του lunch brake. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης και στο άλλο ένα αδιαφανές μπλε σακουλάκι που κρεμόταν άδειο. Οταν ήρθε η σειρά του, αντί να πληρώσει, πήρε από την ταμία τρία εικοσάευρα, έσκασε ένα γρήγορο χαμόγελο στην όμορφη υπάλληλο κι έφυγε με χοροπηδητά βήματα.
«Τι ήταν αυτό;», ρώτησα. «Δεν τον ξέρετε; Είναι το παιδί που καθαρίζει τα τζάμια στα αυτοκίνητα εδώ στη γωνία. Κάθε απόγευμα φέρνει τα κέρματα και του δίνουμε χαρτονομίσματα». Μέχρι να χωνέψεις το μεροκάματο των εξήντα ευρώ σε εκείνη «τη γωνία» των βορείων προαστίων, γεμάτη επιχειρήσεις που και αυτές φανερώνουν την κρίση από μακριά με τα σπασμένα μαρμάρινα σκαλοπάτια και τις τεράστιες απότιστες γλάστρες, η άκρη του ματιού σου πιάνει τον νεαρό άντρα να μην έχει πια χαμόγελο. Απέναντι από τη «γωνία» στέκεται όρθιος δίπλα σε ένα αυτοκίνητο, όχι για να πλύνει το παρμπρίζ. Κρατούσε με μια αδιάφορη διακριτικότητα τα χρήματα που είχε πάρει από το ταμείο του φούρνου, τα έδινε στον οδηγό και εκείνος του έδινε ένα άλλο χαρτονόμισμα. Από το χρώμα ήταν σαφές ότι έδωσε τα τρία εικοσάευρα και πήρε πίσω ένα δεκάευρο. Ο οδηγός έβαλε μπρος τη μηχανή κι έφυγε σαν να πήγαινε για ψώνια. Ηταν ακόμα μια κανονική εργάσιμη ημέρα.
«Για να καταλάβεις αυτό που λέμε μαφία των ζητιάνων στην Ελλάδα, δεν αρκεί να κοιτάξεις τα μάτια αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων. Πρέπει να σηκώσεις το βλέμμα και να κοιτάξεις αυτόν που τον επιτηρεί μερικά μέτρα μακρύτερα», θα πει στα «ΝΕΑ» ένας άνθρωπος μη κυβερνητικής οργάνωσης που ασχολείται με την παροχή βοήθειας σε πρόσφυγες και μετανάστες. «Ιδίως από τότε που διογκώθηκε η ανθρωπιστική κρίση με τις χιλιάδες των απελπισμένων, αυτό που είδες στα βόρεια προάστια είναι σχεδόν φιλική χειραψία. Παντού, όπου και να κοιτάξεις, το εμπόριο της επαιτείας δυστυχώς είναι παντού. Το μόνο καλό είναι ότι το ποσοστό των προσφύγων και των μεταναστών που το τροφοδοτεί είτε ως θύτες είτε ως θύματα είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Αυτά τα κυκλώματα έχουν άλλες αφετηρίες και άλλους προορισμούς».
Και πράγματι. Η σχέση αυτής της μορφής του οργανωμένου εγκλήματος σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι σχεδόν μηδενική με τα κύματα των προσφύγων καθώς εδώ και πολλά χρόνια, οι αιτίες, οι συνθήκες, οι πρωταγωνιστές αλλά και οι διαδρομές είναι τελείως διαφορετικές.
Στην Ελλάδα το φαινόμενο εντάσσεται, αν και έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες, στο γενικότερο «εμπόριο ανθρώπων» (Trafficking on Human Beings). Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με το εμπόριο ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Ούτε βέβαια και με τη δομή που έχουν αυτές οι ομάδες του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος. Αλλά με ακόμα πιο σφιχτά χαρακτηριστικά που τις καθιστούν απροσπέλαστες όπως οι οικογενειακοί δεσμοί των εκμεταλλευτών με τα θύματα αλλά και οι σχέσεις εξάρτησης π.χ. των αναπήρων ή μητέρων με βρέφη.
Ο τζίρος. Υπολογίζεται ότι στη συγκεκριμένη βιομηχανία στην Ελλάδα βρίσκονται περίπου 50.000 άνθρωποι. Νέοι, γυναίκες και άντρες, ενήλικοι κι ανήλικοι, αρτιμελείς ή όχι. Ουδείς από όσους ασχολούνται με την παρατήρηση και την καταγραφή του φαινομένου μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητες. Μόνο με προσεγγίσεις. Οπως λέει μια κοινωνική λειτουργός που εργάζεται σε κοινωνική υπηρεσία μεγάλου δήμου της χώρας και έρχεται καθημερινά σε επαφή με τέτοιες περιπτώσεις: «Αν δεχθούμε ότι οι μέτριοι υπολογισμοί φέρουν 50.000 επαίτες σε όλη τη χώρα να ελέγχονται από περίπου 200-250 τέτοια κυκλώματα και τα ποσά που μαζεύει κάποιος που βρίσκεται σε ένα σχετικά καλό πόστο ξεκινούν κατά μέσο όρο από τα 20 ευρώ την ημέρα, θα διαπιστώσουμε ότι ο τζίρος αυτής της βιομηχανίας αγγίζει το 1.000.000 ευρώ την ημέρα… Το νούμερο είναι τρομακτικό».
Ιστορίες φρίκης. Και συνεχίζει: «Οι ιστορίες που ακούμε αφενός βγαίνουν με το τσιγκέλι, αφετέρου είναι και αυτές τρομακτικές. Προ καιρού είχαμε την περίπτωση ενός ανθρώπου που είχε χάσει το πόδι του από νάρκη στον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τώρα είναι περίπου 70 ετών. Κακήν κακώς μπόρεσε να εξοικονομήσει χρήματα και να αγοράσει ένα τεχνητό πόδι. Η κατάσταση όμως τον έφερε μαζί με άλλους στην Ελλάδα όπου Βούλγαροι τον ανάγκαζαν να ζητιανεύει. Οσα κι αν μάζευε τα έδινε στους μαφιόζους και του έδιναν πέντε ευρώ για να φάει. Από αυτά, του έπαιρναν τα δύο για να τον αφήνουν να κοιμάται σε ένα ετοιμόρροπο στην Αχαρνών. Επειδή τους είχε απειλήσει ότι θα μιλούσε στην Αστυνομία, κάθε βράδυ μαζί με τις εισπράξεις τού έπαιρναν και το τεχνητό πόδι για να μην μπορεί να μετακινηθεί και του το έδιναν πίσω κάθε χαράματα που τον φόρτωναν μαζί με τους άλλους σε μικρά βαν για να τους μοιράσουν στα διάφορα πόστα».
Λίγο καιρό μετά συνελήφθησαν οι αρχηγοί της συγκεκριμένης ομάδας. Ηταν ένα ζευγάρι από τη Βουλγαρία που έκανε τη συγκεκριμένη δουλειά περίπου 6-7 χρόνια σε συνεργασία με άλλους συμπατριώτες τους. Τα καθήκοντα των συνεργών ήταν να αναζητούν και να στρατολογούν αναπήρους είτε εκ γενετής είτε από ατυχήματα ή συρράξεις, εμφύλιες και άλλες. Μεταξύ των πολλών άλλων αποδεικτικών στοιχείων που κατασχέθηκαν ήταν σημειωματάρια με εκατοντάδες ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις καθώς και ένα σακ-βουαγιάζ με περίπου 6.500 ευρώ. Λίγο καιρό μετά τους συγκεκριμένους, ένας τούρκος επαίτης κίνησε κάποιες υποψίες στην Αμαλίας, τον σταμάτησαν και βρήκαν στις τσέπες του 4.500 ευρώ. Λίγες ημέρες αργότερα στην Μαρασλή ένας άλλος επαίτης από τη Βουλγαρία κυκλοφορούσε με 1.700 ευρώ στις τσέπες.