Το να συνεχίσει να ζει ένας καλλιτέχνης στις αναμνήσεις των συγκαιρινών του πενήντα και πενήντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, ενώ ο ίδιος έφυγε νεότατος, το 1930, σε ηλικία σαράντα χρόνων και επιπλέον να τον αναπαριστούν ζωηρά και ευφήμως καλλιτέχνες που τον είχαν συναναστραφεί και είχαν συνεργαστεί μαζί του, και μάλιστα σε χρόνια που όλοι οι άλλοι τον είχαν ξεχάσει, σημαίνει ότι ο καλλιτέχνης αυτός, αν μη τη άλλο, υπήρξε μια αδιαμφισβήτητη προσωπικότητα. Είναι η περίπτωση του Νίκου Βέλμου. Οπως ζωηρά διατηρούμε κι εμείς οι ίδιοι στην ακοή μας τα ανυπόκριτα θαυμαστικά λόγια του Γιάννη Τσαρούχη και του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα στα μέσα της δεκαετίας του ’80 αλλά και παλαιότερα ακόμη –θα πρέπει να ήταν τη δεκαετία του ’70 -, όταν μας εξιστορούσε στον Γιάννη Κοντό και στον υποφαινόμενο, στο ταπεινό σπιτάκι του, στην οδό Ορμινίου 3, ο Στρατής Δούκας τα πόσα όφειλε στον Νίκο Βέλμο.
«Φραγγέλιο»
Εστω αν και τότε και σήμερα πολύ περισσότερο θα δυσκολευόσουν προκειμένου να «ανακαλύψεις» ένα οποιοδήποτε βιβλίο του (για παράδειγμα τα ποιήματά του «Ο ερωτόπαθος τραγουδιστής» και ο «Σεβντάς») ή τεύχη ενός πραγματικά πρωτοπόρου για την εποχή περιοδικού, του περίφημου «Φραγγέλιου». Επομένως, αν ανυπέρβλητη λογαριάζεται η δυσκολία για να επαναφέρει κανείς τον Νίκο Βέλμο χάρη στα στέρεα τεκμήρια της παρουσίας του, όπως είναι ένα βιβλίο και ένα περιοδικό, αντιλαμβάνεται πόσο δυσκολότερη γίνεται η πρόσβαση σε ιδιότητές του όπως είναι αυτές του ηθοποιού, του δημοσιογράφου, του ζωγράφου (ανάμεσα σε άλλα, έχει φιλοτεχνήσει μοναδικά σκίτσα του Τεύκρου Ανθία, του Τζούλιο Καΐμη, του Στρατή Δούκα), αλλά και του διασκευαστή έργων για το θέατρο. Μια πολυμέρεια τελικά που αν εξατμίστηκε ως συγκεκριμένο έργο στερέωσε, έστω για λίγους, μια ανθεκτικότατη φήμη. «Μύθο» θα τολμούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς καθώς μια παρουσία τόσο πολυσχιδής καλλιτεχνικά και ανθρώπινα, όταν την αναλογίζεσαι, αισθάνεσαι ελεύθερα να της δώσεις όποια προοπτική θα την ολοκλήρωνε ως κάτι το μοναδικό. Σε αντίθεση με ένα έργο στέρεο και συμπαγές που αποκλείεται, όσο και αν προσπαθήσεις, να το διαχειριστείς ως κάτι που υποσχόταν μια μεγάλη κυοφορία.
Θα έφτανε να συνδυάσει κανείς ένα μέρος του βιογραφικού του που τον απεικονίζει «με πρώιμες εμπειρίες περιπλανώμενου αλήτη και παραβάτη του ποινικού νόμου, να ζει ως το τέλος της ζωής του ως αληθινός μποέμ. Ομοφυλόφιλος, ναρκομανής και αλκοολικός, αλλά χαρισματικός και πολυτάλαντος υπήρξε ακάματος δημιουργός», με προσωπικότητες όπως ο Τέλλος Αγρας, ο Φώτης Κόντογλου, ο Τάκης Κ. Παπατσώνης, ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Κλέων Παράσχος που συνεργάστηκαν μαζί του, αλλά και με το «Ασυλο τέχνης» που ίδρυσε το 1927, μετατρέποντας το ταπεινό του σπιτάκι στην οδό Νικοδήμου, στην Πλάκα, στο «πρωτοτυπότερο άσυλο του κόσμου» κατά τον Παύλο Νιρβάνα για να συνειδητοποιήσεις το μέγεθος μιας δαιμονιακής προσωπικότητας που άλλαξε τα καλλιτεχνικά μέτρα και σταθμά στην Αθήνα της δεκαετίας του 1920.
Να ‘ναι άραγε μέρος της γοητείας του Νίκου Βέλμου η «καταχνιά» που αισθάνεται κανείς να περιβάλλει τη μεσοπολεμική Αθήνα καθώς μένει πάντα –παρά τις όσες μελέτες έχουν γραφτεί –αχαρτογράφητο το υπέδαφός της και η ερωτική και η κοινωνική του διαστρωμάτωση; Ετσι ή αλλιώς, οφείλουμε χάριτες στις εκδόσεις Εκάτη που με έναν στοχαστικό πρόλογο του ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου εξέδωσαν το αφηγηματικό βιβλίο του Νίκου Βέλμου «Δυο αγάπες» και στις εκδόσεις Φαρφουλάς που πιστώνονται με την έκδοση μιας γλαφυρότατα εμβριθούς και ποιητικής ταυτόχρονα μελέτης όπως αυτή του Νίκου Λογοθέτη «Νίκος Βέλμος: ο γυιός της απωλείας». Γιατί «Ο γυιός της απωλείας»; Ισως η απάντηση στην ερώτηση αυτή να εξηγεί τη γοητεία που αισθάνεσαι να αναδίδει όλη η μεσοπολεμική περίοδος καθώς «κουφοί» οι άνθρωποι στα τρομακτικά προμηνύματα για τους καιρούς που έρχονταν, επέμεναν να επεξεργάζονται μια χειροποίητη αίσθηση της αμαρτίας, που αν δεν κατέληξε σε κάτι κρουστό και μεστό ως έργο, συνέτεινε στη διαμόρφωση ενός κλίματος που θα απέφερε δεκαετίες αργότερα μια λυτρωτική –αν και παρεξηγημένη –χειραφέτηση σε σχέση με την πολιτική και ερωτική βίωση της ζωής. Και δεν μπορεί παρά να λογαριάσεις ως «χάδι» τον χαρακτηρισμό του Βέλμου ως «γυιού της απωλείας», όταν σκεφτείς πως οφείλεται στον Φώτη Κόντογλου. Οταν ο δημιουργός της «Βασάντας» αργότερα, στα 1963, θα γράψει επί λέξει για τους –όσο μπορεί να είναι γνωστό –λιγότερο αμαρτήσαντες σε σχέση με τον Βέλμο παγκόσμια γνωστούς καλλιτέχνες, την τραγουδίστρια Εντίτ Πιαφ και τον συγγραφέα, σκηνοθέτη, ζωγράφο και ομοφυλόφιλο επίσης Ζαν Κοκτό (πόση συγγένεια, αλήθεια, με τον Νίκο Βέλμο) με αφορμή τον θάνατό τους, «τι μπορεί να περιμένει κανείς από μιαν ανθρωπότητα που πενθεί για τον θάνατο μιας πόρνης κι ενός ομοφυλόφιλου».
Προκαταλήψεις σαφέστατα του Φώτη Κόντογλου και το «γυιός της απωλείας» για τον Βέλμο και τα «πόρνη» και «ομοφυλόφιλος» για την Πιαφ και τον Κοκτό, όταν για τον Γιάννη Τσαρούχη που «βαρυνόταν» καλλιτεχνικά και ανθρώπινα με τις ίδιες ακριβώς ιδιότητες του Βέλμου και του Κοκτό, σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του δημιουργού των «Τεσσάρων εποχών» και του «Αγαθόν το εξομολογήσθαι», πληροφορούμαστε πως «δυο χρόνια μετά (στα 1929) είδε ο Κόντογλου έργα μου στο “Ασυλον τέχνης” του Βέλμου και με ρώτησε από πού τα είχα αντιγράψει. Του είπα πως ήταν δικά μου. Σιγά σιγά άρχισα να επισκέπτομαι το σπίτι του και γρήγορα έγινα βοηθός του. Μαστορόπουλο όπως έλεγαν όσοι αγαπούσαν τις παλιές λέξεις».
Νίκος Λογοθέτης
Νίκος Βέλμος
(1890-1930)
«Ο γυιός της απωλείας»
Εκδ. Φαρφουλάς 2016, σελ. 212
Τιμή: 12,70 ευρώ
Νίκος Βέλμος
Δυο αγάπες
Eικονογράφηση: Αγγελος Θεοδωρόπουλος
Εκδ. Εκάτη, 2012, σελ. 86
Τιμή: 10,60 ευρώ