Μια γυναίκα οδηγεί κάρο φορτωμένο με σανό και με τον άντρα της. Πάνω τους ουρανός χωρίς χρώμα –ούτε καν γκρίζο –και κάτω χέρσα γη. Μοιάζει με μέρα στο τέλος του καλοκαιριού, μετά το θέρος, στις αρχές του φθινοπώρου. Το κάρο είναι φορτωμένο με ένα θεόρατο ψηλό φορτίο σανού. Αναρωτιέμαι πώς το φόρτωσαν τόσο ψηλά. Θα χρησιμοποίησαν ίσως σκάλα ή κάτι άλλο. Η γυναίκα είναι νέα και δυνατή. Το πρόσωπό της αδρό και όμορφο, ο βηματισμός της σοβαρός και προσηλωμένος.

Τα ρούχα της στοιχειώδη αλλά και λειτουργικά. Το μαντίλι την προστατεύει από τον ήλιο και τον αέρα, η ποδιά προστατεύει το φουστάνι της που άλλωστε είναι απαραίτητο ρούχο για τις γυναίκες που εργάζονται είτε στο σπίτι είτε στο χωράφι. Η τοποθεσία είναι ο θεσσαλικός κάμπος, στη Λάρισα. Γυρίζουν στο σπίτι ύστερα από μια κοπιαστική μέρα. Ο άντρας της φόρτωσε τον σανό στο κάρο –ίσως βοήθησε και εκείνη –και τον πάνε στο σπίτι, τροφή για τα ζώα τους. Το φορτίο είναι τεράστιο, σίγουρα θα τους συνοδεύει και θα τους ευχαριστεί η γλυκιά μυρωδιά του σανού.

Αγαπιούνται και φροντίζει ο ένας τον άλλον. Στην κοινότητα της Λάρισας άντρας και γυναίκα ήταν το ίδιο. Οι ανάγκες τους ήταν τα απαραίτητα, τα στοιχειώδη της επιβίωσης, οι θεμελιώδεις αξίες της ζωής. (Εδώ πρέπει να σημειώσω πως μου έρχεται στον νου ο Χρήστος Μποκόρος που τόσο πολύ ασχολήθηκε με τα «στοιχειώδη» και τα ζωγράφισε. Ενώ ο Τάκης Τλούπας τα φωτογράφισε.)

Η φωτογραφία βεβαίως απεικονίζει μια εποχή αλλά και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων στον θεσσαλικό κάμπο, πριν από την εποχή της τεχνολογίας. Είναι η δεκαετία του ’50, όχι και τόσο μακρινή, αλλά τόσο διαφορετική. Γυρνάνε στο σπίτι. Θα στρώσουν το τραπέζι τους με ψωμί, κρασί, ελιές και ίσως κάτι ακόμα. Ηλεκτρικό μάλλον δεν έχουν ούτε τηλεόραση, ούτε θέρμανση υπάρχει. Υπάρχει κρεβάτι στρωμένο με σκουτιά του αργαλειού και ζεστή αγκαλιά.

Το επόμενο πρωί η καινούργια μέρα θα είναι μια επανάληψη της προηγουμένης. Αγώνας για την επιβίωση· όχι για το περιττό, όχι για τον πλούτο. Εκτός αν βρέξει –ας πούμε. Δεν ξέρω να πω αν θα είναι πιο ευχαριστημένοι σε περίπτωση που βρέξει και δεν πάνε στη δουλειά· μπορεί και όχι. Μπορεί να μην ξέρουν πώς να περάσουν καλά χωρίς δουλειά, μπορεί να μην ξέρουν τι να κάνουν εκτός μονοτονίας. Μια τέτοια μέρα μπορεί να είναι μια μέρα περιττή γι’ αυτούς.

Αυτή είναι μάλλον η ιστορία της φωτογραφίας. Υπάρχει όμως και η αισθητική αξία αυτής της φωτογραφίας. Δεν είναι μόνο η μαρτυρία, είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο που κάνει τη φωτογραφία αυτή έργο τέχνης μοναδικό. Είναι το μέγεθος του φωτογράφου που βλέπει πράγματα εκεί όπου οι άλλοι δεν βλέπουν. Είναι η αγωνία του να εντάξει τη στιγμή στην ιστορία και να την αναδείξει σε ηρωικό μέγεθος.

Σωστό θα ήταν, όμως, το κείμενο αυτό να ολοκληρωθεί με δύο μαρτυρίες για τον φωτογράφο Τάκη Τλούπα, γραμμένες από τον αρχαιολόγο και ακαδημαϊκό Αγγελο Δεληβορριά και τον αλησμόνητο δημοσιογράφο Αντώνη Καρκαγιάννη. Γράφει ο Δεληβορριάς:

«Στην περίπτωση του προικισμένου θεσσαλού φωτογράφου, του φανατικού Λαρισαίου, τον αγώνα του ανθρώπου αποδίδει η συνεχής αντιπαράθεση της αγωνίας για την επιβίωση με τις τρομακτικές δυσκολίες που παρουσιάζει ο έλεγχος της γης, ακόμα και σε περιοχές όπου η γονιμότητα του εδάφους υπόσχεται προκαταβολικά την αίσια κατάληξη. Μια γονιμότητα όμως την οποία εξασφαλίζει λιγότερο το νερό της πλούσιας πεδιάδας και περισσότερο ο ιδρώτας της εξουθενωτικής δουλειάς. Η ομορφιά των σκαμμένων προσώπων, η δύναμη των ασκημένων χεριών, η αλληλεγγύη μιας κοινότητας ατραυμάτιστης από τις διασπαστικές διακρίσεις του αρσενικού και του θηλυκού, η αντοχή μιας συνείδησης καρφωμένης στο αίτημα του απολύτως ουσιώδους, η επάρκεια ενός ήθους ανέγγιχτου από την προσδοκία του περιττού. Γι’ αυτό και οι μορφές που αποτυπώνει μοιάζουν σαν να κινούνται πάνω στα σκαλοπάτια μιας κλίμακας ηρωικού μεγέθους, ενώ η συνοδευτική παρουσία του περιβάλλοντος αφήνει να διαφανεί η υγεία μιας άλλου είδους σχέσεως με τη φύση, αδιανόητης για τις επίπλαστες και προκατασκευασμένες οικολογικές ευαισθησίες των ημερών μας.

Με το έργο του Τάκη Τλούπα ήρθα σε αμεσότερη επαφή το 1978. Τότε, καθώς συγκεντρώναμε υλικές, γραπτές αλλά και προφορικές μαρτυρίες από την απόσταξη των οποίων θα στοιχειοθετούσαμε την έκθεση “Παραδοσιακές καλλιέργειες”, μας προβλημάτιζε βασανιστικά η επιλογή κάποιου θέματος με εμβληματικό κύρος, προκειμένου να σηματοδοτηθεί ακαριαία το μήνυμα της εκδήλωσης στην αφίσα του Μουσείου Μπενάκη. Θυμάμαι καλά τις απέραντες σχετικές συζητήσεις, τις ασύμπτωτες απόψεις, τις αντιγνωμίες και τους δισταγμούς μπροστά σ’ έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό από μνημειωμένα στιγμιότυπα της αγροτικής ζωής με ισότιμες αισθητικές αξίες. Η φωτογραφία που επελέγη τελικά βρίσκεται έκτοτε αποτυπωμένη στη μνήμη μου, όχι γιατί καταγράφει ένα κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος γεγονός ούτε για τη λαογραφική σημασία των πληροφοριών που μας προσφέρει σχετικά με τα τελούμενα της συγκομιδής του βίκου. Αλλά γιατί ξεπερνά κατά πολύ τις προδιαγραφές μιας οσοδήποτε πιστής καταγραφής, μιας “αναπαράστασης” σύμφωνα με τον εκσυγχρονισμό του λεξιλογίου μας, όπως ξεπερνά άλλωστε και τα συνήθη μέτρα του κριτικού δήθεν σχολιασμού της πραγματικότητας, στον οποίο επιδίδονται μετά μανίας οι πιο πρόσφατοι πειραματισμοί των φωτογράφων. Κυρίως όμως γιατί εκτινάσσει τα εικονιζόμενα από το επίπεδο των καθημερινών συμβάντων στον ευλογημένο χρόνο των μεγάλων στιγμών της καλλιτεχνικής δημιουργίας».

Και ο Αντώνης Καρκαγιάννης:

«Στην αναζήτηση αυτή καθοριστικός φαίνεται ότι υπήρξε ο ρόλος της φωτογραφίας: αν κάθε φορά το ζητούμενο είναι η αναπαράσταση (ορθότερα η αυταπάτη της αναπαράστασης) και το “πάγωμα” του χρόνου ή ο κατακερματισμός του σε επιλεγμένες “σημαντικές” στιγμές, τότε η φωτογραφία, με απίστευτη ευκολία, προσεγγίζει την τελειότητα! Προφανώς όμως, το ζητούμενο ποτέ δεν ήταν αυτό. Γι’ αυτό και όλες οι τάσεις, όλες οι τεχνοτροπίες άφησαν πίσω τους αριστουργήματα, μισά εικονικά και άλλα τόσα ανεικονικά. Ο πίνακας ποτέ δεν ήταν απεικόνιση της “πραγματικότητας”, ήταν πάντα σχόλιο για την πραγματικότητα, η ανθρώπινη επισήμανση πάνω στην πραγματικότητα και τότε είναι που αποκτά αυθυπαρξία, είναι η νέα και πρωτογενής πραγματικότητα.

Αυτή την εντύπωση του σχολίου έχω μπροστά στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα. Κάθε φορά που φωτογράφιζε τον περίγυρό του, τη φύση, τα ποτάμια, τις θάλασσες, τις λίμνες, την πόλη, τον κάμπο, τα δέντρα, τους ανθρώπους, τα πρόσωπά τους, τις ασχολίες τους, τη σχέση τους με τη φύση, ήταν αυτός που ήθελε να πει κάτι για όλα αυτά. Τότε που τα φωτογράφιζε ήταν όλα γύρω του ζωντανά και δρώντα. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια και πολλά άλλαξαν και άλλα εξαφανίστηκαν, θα πίστευε κανένας ότι καθηλώνοντας τον χρόνο σε μία στιγμή ήθελε να προκαλέσει τη νοσταλγία των μεταγενεστέρων γι’ αυτά που θα άλλαζαν ή θα εξαφανίζονταν.

Δεν νομίζω ότι αυτή ήταν η πρόθεσή του. Ηταν άνθρωπος ζωντανός και ανήσυχος και είχε μέσα του ορμή, όταν πολύ νέος και μάλλον τυχαία συναντήθηκε με τη φωτογραφική μηχανή και άρχισε να μιλάει μέσα από αυτή γι’ αυτά που έβλεπε και για τη σχέση του με αυτά. Φωτογράφιζε πάντοτε σε άσπρο και μαύρο, όχι μόνο γιατί όταν άρχισε να φωτογραφίζει ήταν σχεδόν άγνωστη η έγχρωμη φωτογραφία, αλλά, υποθέτω, από καλλιτεχνικό ένστικτο: το “άσπρο-μαύρο”, με τις άπειρες μεταξύ τους διαβαθμίσεις, όπως στη χαλκογραφία, είναι η κατ’ εξοχήν φωτογραφική έκφραση, η σύλληψη, η οργάνωση και η κατανομή του φωτός πάνω σε “νέο αντικείμενο” χωρίς την, ούτως ή άλλως, μάταιη προσπάθεια της αντιγραφής».