«Εθαψα τα αρνητικά στο χώμα για να υπάρχει αρχείο της τραγωδίας μας. Είχα προβλέψει τον αφανισμό των Εβραίων της Πολωνίας και ήθελα να αφήσω ένα ιστορικό αρχείο του μαρτυρίου μας». Ο Χένρικ Ρος που έφυγε από τη ζωή το 1991, είχε προλάβει να αποτυπώσει τη δική του συνεισφορά στη σύγχρονη ιστοριογραφία, η οποία ταυτίζεται με 3.000 στιγμιότυπα από το δράμα περίπου 700.000 Εβραίων και Ρομά που φυλακίστηκαν στο γκέτο του Λοτζ, το δεύτερο σε μέγεθος ύστερα από εκείνο της Βαρσοβίας στην τότε γερμανοκρατούμενη Ευρώπη. Διακόσια από αυτά μάλιστα μπήκαν στη μεγάλη έκθεση του Μουσείου Τέχνης της Βοστώνης έως τις 30 Ιουλίου.
Ο Ρος, φωτορεπόρτερ στο πολωνικό Τύπο, επισήμως αναγκάστηκε από το ναζιστικό καθεστώς την περίοδο 1940 – 1944 να εργαστεί ως γραφειοκράτης φωτογράφος για το τμήμα στατιστικής της εβραϊκής διοίκησης. Ως επίσημος φωτογράφος, δηλαδή, ακολουθούσε τις οδηγίες του Εβραϊκού Συμβουλίου για την προσεκτική καταγραφή κάθε ημέρας στο γκέτο του Λοτζ. Εβγαζε φωτογραφίες για τα εβραϊκά δελτία ταυτότητας, αλλά και αρκετές άλλες εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της χιτλερικής προπαγάνδας σχετικά με το γκέτο του Λοτζ.
Οι φωτογραφίες της ελίτ –ή της «προστατευόμενης τάξης» όπως την αποκαλούν οι επιζήσαντες –είναι οι πιο εντυπωσιακές, καθώς η διαφορά τους από τις ολέθριες φωτογραφίες, οι οποίες εικονίζουν συνήθως το Ολοκαύτωμα, είναι τεράστια. Παιδάκια ντυμένα με χαριτωμένα και φρεσκοσιδερωμένα ρούχα κάθονται γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά και ποτά, για να γιορτάσουν. Σκληρή, απάνθρωπη αντίθεση με τα αποσκελετωμένα πρόσωπα των μη ευνοημένων συνομηλίκων τους. Η ανεπίσημη εκδοχή είναι ότι ο Ρος κατέγραψε φωτογραφικά τη φρικτή πραγματικότητα της ζωής υπό τη ναζιστική κυριαρχία, βάζοντας σε μεγάλο κίνδυνο τη ζωή του.
Οταν οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν το Λοτζ τον Σεπτέμβριο του 1939, η πόλη είχε πληθυσμό 672.000 ανθρώπους και πάνω από το ένα τρίτο από αυτούς (233.000) ήταν Εβραίοι.
Κατά την τετραετή λειτουργία του γκέτο, το ένα τέταρτο των κρατουμένων του πέθαναν από την πείνα. Το 1942, σχεδόν 20.000 μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο εξόντωσης Κέλμνο. Το 1944, 70.000 εστάλησαν στο Αουσβιτς. Ο Ρος μπορεί να απαθανάτιζε «ειδυλλιακές» στιγμές στο γκέτο, αλλά διακινδυνεύοντας τη ζωή του –όπως έχουν συμπεράνει ακαδημαϊκοί –έκλεισε στα ασπρόμαυρα καρούλια του αυτό που πραγματικά συνέβαινε: την κόλαση στο Λοτζ. Φωτογραφίες Εβραίων οι οποίοι φορτώνονται σε βοϊδάμαξες προκειμένου να μεταφερθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εργασίας, εικόνα κρεμασμένου πτώματος στην πλατεία του Λοτζ, ανθρώπους που δραπετεύουν από το νοσοκομείο, ενώ οι Γερμανοί περικυκλώνουν τους αρρώστους, τους γέρους και τους πολύ νέους που στέλνονταν στον θάνατο.
ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΓΟΝΕΙΣ. Απαθανάτισε παιδιά και γονείς χωρισμένους από συρματόπλεγμα να συνομιλούν για τελευταία φορά, παιδιά στοιβαγμένα σε κάρα με προορισμό το στρατόπεδο εξόντωσης Κέλμνο, εξαθλιωμένους ζόντερκομαντο, ανθρώπους σκιές του εαυτού τους να κυκλοφορούν υπό το άγρυπνο βλέμμα εβραίων δεσμοφυλάκων και εποπτών (Κάπο), άλλους να γευματίζουν αυτό που οι ναζί ονόμαζαν σούπα.
Ο Ρος έθαψε τα αρνητικά του το 1944 σε μια προσπάθεια να διατηρήσει ένα ιστορικό αρχείο όλων αυτών που είχαν συμβεί στο Λοτζ. Ως ένας από τους 877 καταγεγραμμένους επιζήσαντες του γκέτο, επέστρεψε για τα αρνητικά μετά την απελευθέρωση της πόλης, όπου ανακάλυψε πως περισσότερο από το μισό του αρχικού υλικού των 6.000 καρέ είχε παραμείνει άθικτο. Ηταν ο γιος του πάντως που προσέφερε τη συλλογή στο Αρχείο των Σύγχρονων Συγκρούσεων το 1997.
Οι τουλάχιστον διακόσιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, μέρος των συγκλονιστικών τεκμηρίων της φασιστικής θηριωδίας στο Λοτζ, αποτελούν την έκθεση «Memory Unearthed» (Μνήμη που ξεθάφτηκε) η οποία θα φιλοξενείται έως τις 30 Ιουλίου στο Μουσείο Τέχνης της Βοστώνης και διοργανώθηκε από την Art Gallery του Οντάριο, δηλαδή το Μουσείο Καλών Τεχνών του Τορόντο που δημιούργησε και ειδική ιστοσελίδα (http://agolodzghetto.com)