Το Μάρτιο του 1967, με τη μοναδική φωνή και ερμηνεία του ο Φρανκ Σινάτρα σφράγιζε ένα ανάλαφρο τραγουδάκι, μαζί με την κόρη του Νάνσι. Η διαχρονικότητά του υποδηλώνεται από το γεγονός ότι στα 50 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του το «Something Stupid» εξακολουθεί να περνά από χιλιάδες χείλη. Στα αθώα και γεμάτα ρομάντσο σίξτις το «σ’ αγαπώ» μπορεί να το φαντάστηκε σαν κάτι ανόητο ο Κάρσον Παρκς που έγραψε το «Something Stupid», έκανε όμως έναν υπαινιγμό για κάτι ουσιαστικό κλείνοντας το μάτι στα θεωρούμενα σοβαρά ή και σοβαροφανή.

Σαν σε ένα άλλο ρομάντσο, που όμως είναι από οριοθετημένο σκυρόδεμα στο υπογάστριο της Αθήνας, ο πολυσχιδής καλλιτέχνης Μανώλης Μπαμπούσης αυτές τις ημέρες αναπτύσσει την εικαστική εγκατάσταση του «Something Stupid», μέσω της οποίας μιλάει για εκείνα στα οποία δεν δίνουμε σημασία κάνοντας ταυτόχρονα μια ανάποδη ανάγνωση καταστάσεων με αριστοφανική διάθεση. «Είναι συναρμολόγηση στοιχείων από έννοιες που αφορούν την ίδια την τέχνη με μια κριτική στάση γύρω από τα τεκταινόμενα» λέει ο εικαστικός. Ο επισκέπτης στον πρώτο όροφο του ιστορικού κτιρίου Ρομάντσο θα βρεθεί ενώπιον αρχιτεκτονικών σχεδίων που συνθέτουν ένα μεγαπλάνο μιας φανταστικοπραγματικής πόλης, εγκαταστάσεων-μνημείων διαφορετικής κλίμακας από διαφορετικά υλικά και αντικείμενα, εφήμερων κατασκευών σε εύθραυστη ισορροπία, βιντεοπροβολών, οπτικών ποιημάτων, φωτογραφιών μεγάλων διαστάσεων.

Το «Something Stupid» είναι η νέα πρόταση του εικαστικού που όμως εμπεριέχει προηγούμενες δουλειές του και εν συνόλω υποδηλώνουν τη συνάφεια και τη συνέχεια των έργων του καλλιτέχνη, στοιχείο που θα αναγνωρίσουν εκείνοι που τον ξέρουν και παρακολουθούν την πορεία του, η οποία εκτείνεται σε τέσσερις δεκαετίες.

Ο Μπαμπούσης προτείνει μια ενιαία εγκατάσταση η οποία αναπτύσσεται σε ενότητες έργων με κεντρικό θέμα τη μη λήθη, την α-λήθεια των θεσμών. Υποδεικνύει ως μνημεία ό,τι δεν λέγεται. Η τέχνη άλλωστε δεν είναι «προπαγάνδα»: «δεν δείχνει, αλλά υπαινίσσεται, είναι ανατρεπτική» θεωρεί ο Μπαμπούσης με εμφανείς επιρροές από τον βασικό εισηγητή της arte povera, της φτωχής τέχνης, τον ανατρεπτικό Γιάννη Κουνέλλη, με τον οποίο μοιράστηκε 25 χρόνια.
ΣΥΜΒOΛΙΣΜΟΙ. Κατ’ επέκταση στην έκθεση του το ανόητο δεν είναι κάτι που έχει νόημα, αλλά «σημαίνει ότι δεν χρειάζεται εξήγηση». Αντιθέτως, «το να εξηγείς ότι κάτι είναι ανόητο έχει νόημα» προσθέτει. Τα έργα του έχουν συμβολισμούς, είναι εκφάνσεις φαντασίας που συνήθως διακρίνουν τα παιδιά. «Μνημειόπολη» τιτλοφορεί μια εγκατάστασή του ο εικαστικός, με αντικείμενα από την πόλη που συνθέτουν μια πολύχρωμη μακέτα. «Εχουμε μνημεία για επιτεύγματα, μνημεία για την αλήθεια, δεν έχουμε όμως μνημεία για τη λήθη» υποστηρίζει.

Ενας όγκος τσαλακωμένων έγχρωμων φωτοτυπιών του ελληνικού Κοινοβουλίου εκτίθεται σε μακρόστενο σχήμα, με φόντο μια μεγάλου μεγέθους φωτογραφία με άδεια βουλευτικά έδρανα. Μπορεί να σημαίνει ότι ο κοινοβουλευτισμός τσαλακώθηκε, ότι καθαιρέθηκε από τη θέση που έπρεπε να είναι, ότι ο θεσμός όπως εκφράζεται από τους εκλεγμένους εκπροσώπους του μπορεί να μην είναι προσβάσιμος στον πολίτη, ίσως όμως να υποδηλώνει ότι η δημοκρατία είναι σε εξορία αν ο θεατής «δει» τον επιμήκη όγκο φωτοτυπιών σαν άλλη Μακρόνησο.

Ο εικαστικός δεν θέλει να βάζει ταμπέλες. Δεν θέλει να καθοδηγεί τον παρατηρητή τους, να του υπαγορεύει κατά κάποιο τρόπο το ερέθισμα, αλλά προτιμά να τον αφήνει να εμπνέεται από αυτά, να του δίνουν τροφή για σκέψη, να εξάπτουν τη φαντασία του. Η προσέγγισή του έχει αριστοφανικά στοιχεία. «Ζούμε στην εποχή της δόσης, της αξιολόγησης. Γιατί να μην έχουμε μνημείο Δόσης;» θέτει τον με σατιρική απόχρωση προβληματισμό του.

Ο Μπαμπούσης λογίζεται φωτογράφος, αλλά έχει σπουδάσει αρχιτεκτονική, έχει ασχοληθεί με το σχέδιο, με το γράψιμο, πτυχές λιγότερο γνωστές. Το «Something Stupid» ερμηνεύεται ως επαγγελματικό του ολόγραμμα. «Είναι σημαντικό για έναν καλλιτέχνη να εξωτερικεύει ό,τι έχει μέσα του. Δεν πρέπει να εκφράζει ό,τι απασχολεί εκείνον μόνο, αλλά η πρότασή του να έχει οικουμενικότητα, διότι –οφείλει να –είναι ευαίσθητος δέκτης μηνυμάτων».