Ο Μεγάλος παιδοψυχολόγος Ζαν Πιαζέ θεμελίωσε με επανειλημμένα και τεκμηριωμένα πειράματα και παρατηρήσεις του παιδικού ψυχισμού ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνει τον χαρακτήρα του έχοντας συμπληρώσει τα πέντε (5) χρόνια της ζωής του. Αν θα είναι στον βίο του βίαιος, πράος, επιθετικός ή διαλλακτικός, μαμάκιας ή αλήτης, συγκαταβατικός ή αδιάλλακτος, δειλός ή θρασύς ανεξάρτητα από τη συγκυρία μέσα στην οποία θα μεγαλώσει, το εκπαιδευτικό περιβάλλον που θα τον διαμορφώσει, τα πτυχία που θα πάρει ή τις επαγγελματικές επιτυχίες ή αποτυχίες του: ο βασικός πυρήνας του χαρακτήρα του θα χρωματίζει τη βιογραφική του διαδρομή.
Το θέατρο ιδιαίτερα μετά την Αναγέννηση και κυρίως μετά τον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό πλούτισε την εμπειρία μας παράλληλα με τη λογοτεχνία, την ποίηση και την πεζογραφία πάνω στην παρουσία, τη δράση, τις αντιδράσεις, τις εκρήξεις, την εξέγερση ενός νέου ανθρώπου μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο, τα τείχη και τα κλουβιά της οικογένειας, της εξουσίας, της θρησκείας. Από τον Τομ Σόγερ, τον Χοκ Φιν έως τον Γαβριά των «Αθλίων», τους βιοπαλαιστές του Γκόρκι και τους θαυμαστούς ήρωες του Ντίκενς («Δαβίδ Κόπερφιλντ», «Μεγάλες προσδοκίες» κ.τ.λ.) στο θέατρο δεσπόζει το τρομερό θεατρικό τάλαντο του Ζαρί («Ιμπί»). Δεν θέλω να εξαντλήσω τις περιπτώσεις αλλά και στην Ελλάδα και μάλιστα πρώιμα, στα τέλη του 19ου αιώνα ο Καπετανάκης στη «Βεγγέρα» βάζει ένα παιδί να κλείνει έναν γελοίο καβγά βλακών μικροαστών σε ένα σαλόνι με την έξοχη ατάκα: «Σκιάζομαι» –αυλαία.
Με την είσοδο στον 20ό αιώνα και τη συνδρομή της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης το θέατρο προσπάθησε να διεισδύσει στην παιδική ματιά και να καταγράψει τις αντιδράσεις στο οικογενειακό, το κοινωνικό και το ηθικό περιβάλλον, είτε ως παρατηρητές είτε ως θύματα αλλά και ως θύτες, δημιουργώντας παιδιά θαύματα ή τέρατα. Ενα από τα αριστουργήματα του εξπρεσιονισμού της γερμανικής σκληρότητας στην έκφραση είναι «Το ξύπνημα της άνοιξης» του Βέντεκιντ που παίχτηκε σε δύο έξοχες σκηνοθεσίες στην Ελλάδα, από τον Θεοδοσιάδη και τον Μαστοράκη. Ο Βέντεκιντ έχοντας ως εφόδια και την ψυχολογία του Σαρκό, των φροϊδιστών, την εγκληματολογία (νέα επιστήμη τότε) και βέβαια την κοινωνιολογία και την κληρονομικότητα (επιστήμη η οποία τότε που έγραφε δεν είχε συμπληρώσει εικοσαετία), δημιουργεί το πλαίσιο μέσα από το οποίο θα αναπτυχθεί και στη θεατρική σκηνή ένας γόνιμος προβληματισμός για την ψυχολογία του παιδιού, την εκπαίδευση και την παιδοψυχολογία, την ηθική και την εγκληματικότητα με θύματα ή θύτες παιδιά.
Ο προβληματισμός είχε αρχίσει ήδη από την εποχή που ο μέγας Γκαίτε είχε προτείνει προς έρευνα το «μοντέλο»: ο Βέρθερος, η αηδία ζωής του εφήβου στην Ευρώπη που οδήγησε εκατοντάδες απογοητευμένους νέους μετά τον ευτελισμό των ιδανικών της Γαλλικής Επανάστασης στην αυτοκτονία (στην Ελλάδα τον ταλαντούχο και όμορφο και πλούσιο ποιητή Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, γιο του μεγάλου ιστορικού).
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ως γνωστόν, δοκίμασε την αξιοπιστία όλων των θεσμών, των αξιών, των ιδεών και των αισθητικών κινημάτων. Η εκπαίδευση, η τέχνη, η θρησκεία, η πολιτική αμφισβητήθηκαν και συχνά απορρίφθηκαν αφού γέννησαν την κτηνωδία του πολέμου ή τη στήριξαν.
Ο Βιτράκ, ένας πρωτοπόρος υπερρεαλιστής, είχε πίσω του τον επαναστατημένο έφηβο του Λοτρεαμόν, τον Ρεμπό και τον Ζαρί, τον Βέντεκιντ, τον Φρόιντ, τον Σαρκό και τον Υπεράνθρωπο του Νίτσε, τον Βέρθερο, τον Σνίτσλερ και τον επαναστατημένο αλητάκο του Τσάπλιν, την αυτοβιογραφία του Γκόρκι –αναλφάβητου αλητάκου της αγοράς. Και τη μεγάλη καταλυτική κριτική που ασκείται από όλες τις πλευρές στην αστική ηθική και στον πυρήνα της, την οικογένεια και την προτεσταντική κυρίως θρησκεία.
Πίσω από την Αγία Οικογένεια ακούγονται οι οργασμικές κραυγές των μοιχών και των αιμομικτών, οι πατριδοκαπηλικές υστερίες των αποικιοκρατών, των ιμπεριαλιστών και των βιομηχάνων όπλων και κυρίαρχα η αποθέωση του κέρδους που ο προτεσταντισμός τον έχει ταυτίσει με την Θείαν Χάριν που εκπέμπει ο Θεός σε όσους έχουν καταθέσεις στην τράπεζα.
Σε αυτό το κλίμα, το τοξικό, γεννιέται ο «Βικτόρ» του Βιτράκ, μια πυρετώδης κριτική της προτεσταντικής ηθικής που εκφράζει τον καπιταλιστικό Αρμαγεδδώνα. Ενας θάνατος εφήβου στον βωμό της υποκρισίας των θεσμών.
Ο Σταμάτης Κραουνάκης πήρε το έργο του μεσοπολέμου του Βιτράκ και με τον ίδιο υπερρεαλιστικό αλλά και επαναστατικό οίστρο το μεταποίησε σε ένα μουσικό έργο, όχι μιούζικαλ, μουσικό έργο όπως ονομάζει ο Μπρεχτ τα δικά του έργα που συνδημιούργησε με τον Βάιλ.
Εχουμε ανάλογες απόπειρες και στη δική μας μουσική ιστορία. «Ο Καρυωτάκης» του Μ. Θεοδωράκη, «Η Φόνισσα» του Κουμεντάκη, τα έργα του Κουρουπού και του Κυπουργού. Στο βάθος κάνουν νεύματα ο «Βόιτσεκ» και «Η όπερα της πεντάρας».
Ο Κραουνάκης και θέλει και μπορεί και ξέρει να οικοδομεί ένα μουσικό έργο χωρίς να διστάζει να σπάει στερεότυπα. Στο «Βικτόρ» είναι και ο συγγραφέας του λιμπρέτου, άρα ολοκληρωμένος δημιουργός. Δεν ξεφεύγει καθόλου από το δραματουργικό σχέδιο του Βιτράκ. Αλλά γράφει ένα καθολικά μουσικό έργο. Χωρίς παρεμβολές πρόζας. Ολα είναι μουσική και μουσική σχεδόν ανθολογία ειδών, υφών και τρόπων και διόλου ελληνικό φολκλόρ. Μουσική που πηγάζει από τους χαρακτήρες, την ιδεολογία των σχέσεων και την ψυχολογία των στιγμών.
Στη χώρα μας χωρίς ειδική διδασκαλία μουσικών θεατρικών έργων, μιούζικαλ κ.τ.λ., η ανάγκη μας οδήγησε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις ενός είδους ξένου σε εμάς. Και είδαμε θαυμάσιες αναπλάσεις αμερικανικών και άλλων μιούζικαλ. Ο Σταμάτης Φασουλής έχει κάνει θαύματα. Τώρα όμως έχουμε ένα καθολικά ελληνικό μουσικό ιδίωμα, ένα εξπρεσιονιστικό στο ύφος και υπερρεαλιστικό στο περιεχόμενο μουσικό διαμάντι που σε κρατάει σε εγρήγορση ένα μεστό δίωρο γεμάτο εκπλήξεις δραματουργικές και συνθετικές.
Η ορχήστρα –ζωντανή, ένα πιάνο, μια κιθάρα και κάποιοι ρυθμοί που εκπέμπουν οι ηθοποιοί με διάφορα κρουστά –είναι εύφορη και δεν υπακούει στη λογική του μελωδικού σουξέ. Ο Κραουνάκης μας έχει γοητεύσει με τις μελωδίες του. Τώρα μας οδηγεί με τους ρυθμούς και την ευφράδεια μιας ανάπτυξης του στίχου στα έγκατα όπου εδράζονται πάθη, ένστικτα, πόθοι και εφιάλτες, ελπίδες και πολύς θάνατος, άλλοτε τιμωρός, άλλοτε λυτρωτικός χωρίς πιθανόν ελπίδα αναστάσεως και χλόη Παραδείσου.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη μας χάρισε την πλέον ώριμη, ευφάνταστη και οργιώδη σκηνοθεσία της. Με ένα σύνολο ταλαντούχων εκτελεστών ηθοποιών με μουσικό προικιό έστησε ένα έξοχο, οργιώδες και ελεγχόμενο χάος, όπως η κοινωνία που ζούμε. Ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης έφτιαξε ένα τσίρκο και έντυσε τα 12 πρόσωπα της διανομής με δεκάδες κοστούμια, όπου το ύφος τους είχε χαρακτήρα αλλά τσιρκολάνικο παρελθόν.