Την Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου του 2010 ψηφίστηκε ο περιβόητος νόμος Γερουλάνου, που επρόκειτο να λύσει τα χέρια των ελλήνων κινηματογραφιστών σε πολλά –βασικά –ζητήματα. Πολλοί έγραψαν ύμνους, παίρνοντας με τη σειρά τους μια ξεκάθαρη πολιτική θέση (πολιτική, όχι σινεφιλική, για να εξηγούμαστε). Γεγονός πάντως είναι πως ο νόμος αυτός προσέφερε, σε πολλές περιπτώσεις, ό,τι και ο προηγούμενος: πολλές υποσχέσεις στα χαρτιά, που όμως δεν εφαρμόστηκαν. Ας πούμε, το υποχρεωτικό 1,5% ως ποσοστό καταβολής των τηλεοπτικών καναλιών μειώθηκε, αλλά και πάλι αγνοήθηκε από τα ιδιωτικά κανάλια!

Δεν ήταν άλλωστε λίγοι εκείνοι οι εκπρόσωποι της Ομίχλης (του κινήματος των κινηματογραφιστών εκείνων που αποσπάστηκαν από την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών) που δήλωναν μετανιωμένοι ή ακόμα και εξαπατημένοι για την εξέλιξη των αγώνων τους –κάποιοι άλλοι πάλι (πολλοί εξ αυτών, πρωταγωνιστές της όλης ιστορίας) σώπασαν εκκωφαντικά. Θυμίζουμε πως στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2010 πολλοί έλληνες κινηματογραφιστές αρνήθηκαν να παρουσιάσουν τις ταινίες τους, διοργανώνοντας παράλληλο «φεστιβάλ» στην Αθήνα, αρνούμενοι να επιστρέψουν στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δίχως αλλαγή του υπάρχοντος νομικού πλαισίου.

Τέλος πάντων, ο νόμος ψηφίστηκε. Και αν είναι να μιλήσουμε για όλες αυτές τις ανακατατάξεις και τα ανεμομαζώματα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, πρέπει να ξεκινήσουμε από κει. Διαφορετικά, αν δηλαδή ξεκινήσουμε από το ιστορικό αλλαγών στο Κέντρο τα τελευταία πέντε χρόνια, δεν θα έχουμε τελειωμό: τόση συμπυκνωμένη ίντριγκα, ούτε στο «Μπρούσκο». Πάμε λοιπόν: ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει τις εκλογές και αναλαμβάνει δράση ο Νίκος Ξυδάκης, ο οποίος δηλώνει στην «Αυγή» για τον νόμο πως «δεν θέλει απόρριψη και ξαναγράψιμο, έχει κάποια θετικά στοιχεία και έχει κάποιες αδυναμίες ή ελλείψεις. Σταδιακά θα τις βελτιώσουμε». Ποια όμως ήταν τα βασικά του «προβλήματα»;

Οι εξουσίες του γενικού

διευθυντή

Εδώ ξεκινά το διασκεδαστικό κομμάτι της ιστορίας: το κομμάτι του νόμου που προκαλεί τον πρόσφατο σχετικό χαμό έχει να κάνει με την πιο θετική, την πιο ουσιαστική του παρέμβαση, που αφορά την αλλαγή της ιεραρχικής αλυσίδας σε επίπεδο διοίκησης. Γιατί με τον προηγούμενο νόμο (που ψήφισε η Μελίνα Μερκούρη το 1987) το εκάστοτε Διοικητικό Συμβούλιο είχε, ουσιαστικά, την εξουσία στα χέρια του και μπορούσε να παγώσει κάθε διαδικασία, όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις του γενικού διευθυντή. Ε, αυτό άλλαξε ο νόμος Γερουλάνου. Μόνο που κανείς δεν φαίνεται να είχε ενημερώσει το ΔΣ ή τον Γιάννη Λεοντάρη. Το παραδέχεται (σχεδόν) και ο ίδιος. Προσέξτε αυτό το απόσπασμα που προέρχεται από την επιστολή παραίτησής του: «Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις προέκυψαν προβλήματα συνεργασίας μεταξύ των οργάνων διοίκησης του ΕΚΚ λόγω επιλεκτικής εφαρμογής από τη γενική διευθύντρια αποφάσεων του ΔΣ». Με άλλα λόγια, η Ηλέκτρα Βενάκη δεν ακολουθούσε κατά γράμμα τις αποφάσεις του ΔΣ. Ελα όμως που, με το υπάρχον νομικό πλαίσιο, δεν ήταν πλέον υποχρεωμένη!

Η επιστολή που εξέδωσε στη συνέχεια το υπουργείο Πολιτισμού έβαλε κάπως τα πράγματα στη θέση τους: «Στα μέσα της εβδομάδας θα συνεδριάσει το Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΚΚ με τον αντιπρόεδρο Κώστα Τερζή και τα εναπομείναντα μέλη, ώστε να διεκπεραιωθούν άμεσα οι τρέχουσες εκκρεμότητες και να συνεχιστεί απρόσκοπτα η εξέλιξη της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής. Το υπουργείο Πολιτισμού θα διορίσει άμεσα τα μέλη που υπολείπονται για τη συγκρότηση της ολομέλειας του ΔΣ και ήδη λαμβάνει κάθε αναγκαία πρόνοια που θα επιτρέψει στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου να επιτελέσει με σταθερότητα τον κεντρικό του ρόλο για την ενίσχυση και ανάπτυξη της ελληνικής κινηματογραφίας». Οπότε ουσιαστικά περιμένουμε ένα νέο ΔΣ, πάντα υπό τη Γενική Διεύθυνση της Ηλέκτρας Βενάκη, για την οποία –προσέξτε –δεν ακούστηκε ποτέ κάποιο ευθύ κατηγορώ. Αλλωστε, οι ίδιοι άνθρωποι που δηλώνουν τώρα έτοιμοι να παραιτηθούν (ή έχουν παραιτηθεί ήδη) είναι εκείνοι που την πρότειναν για τη θέση! Το οποίο εντείνει ακόμα περισσότερο τις εντυπώσεις περί «θεσμικής παρεξήγησης»!

Ο νόμος λοιπόν ευνοεί τη Γενική Διεύθυνση και, κατά τη γνώμη μας, ορθώς το κάνει. Οπως ακούσαμε κατά τη διάρκεια αυτού του ρεπορτάζ, «επιτέλους κάποιος πρέπει να παίρνει την ευθύνη της επιτυχίας ή της αποτυχίας της όποιας πορείας». Και με την παραίτηση Λεοντάρη, η αλήθεια είναι πως το τοπίο στην ομίχλη μάλλον τείνει να ξεκαθαρίζει στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Οι έλληνες σκηνοθέτες όμως βρίσκονται σε τέλμα και κανείς δεν μπορεί να τους αδικήσει.

Οι έλληνες σκηνοθέτες

Ετσι λοιπόν εξηγείται και η παρέμβαση της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου καθώς, κατά την τελετή βράβευσης όπου θριάμβευσε (δικαίως) το «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, ακούστηκαν τα εξής: «Είμαστε εκείνοι που κρατάμε με νύχια και με δόντια αυτό το σημαντικότατο οχυρό του σύγχρονου πολιτισμού μας. Και αν αυτό ακούγεται υπερβολικό ή υπερφίαλο, ας αναρωτηθεί η πολιτεία γιατί άραγε όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, πλούσιες και φτωχές, δίνουν τόση μεγάλη σημασία στην πολιτική τους για τον κινηματογράφο. Γιατί τα υπουργεία Πολιτισμού τους μελετούν συνέχεια και διεξοδικά τα νέα δεδομένα και διορθώνουν συνεχώς το νομοθετικό τους πλαίσιο. Γιατί η Ευρωπαϊκή Ενωση στηρίζει με τόση συνέπεια την εθνική παραγωγή ταινιών. Πιστεύουμε πως η απαξίωση του κινηματογράφου δεν είναι ένα τυχαίο πρόβλημα, αλλά αφορά τη φιλοσοφία με την οποία διαχρονικά η πολιτεία προσεγγίζει τον πολιτισμό και προσανατολίζει την πολιτιστική της πολιτική. Ωστόσο, σε έναν διεθνοποιημένο κόσμο, που κυριαρχείται από την πολιτιστική επιρροή των ισχυρών, δεν μπορούμε να μένουμε αδρανείς. Αν δεν αλλάξει αυτή η φιλοσοφία και δεν μεταρρυθμιστεί ουσιαστικά η πολιτική για τον πολιτισμό, δεν είναι βέβαιο πως η πολιτιστική μας υπόσταση θα παραμένει για πολύ ακόμα ανεπηρέαστη. Ελπίζουμε η αρμόδια υπουργός να τα λάβει όλα αυτά σοβαρά υπόψη της και να μας απαντήσει».

Στο μεταξύ, μόλις προ ημερών, ανακοινώθηκαν εκ του Κέντρου έξι νέες θέσεις εργασίας, προσλήψεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για κάλυψη εποχικών ή παροδικών αναγκών του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Και οι τελευταίοι που μοιάζουν να αποτελούν προτεραιότητα μέσα σ’ αυτό το χάος είναι οι έλληνες κινηματογραφιστές που περιμένουν (επί ματαίω) τις εγκρίσεις (ή έστω τις απορρίψεις) των σεναρίων τους. Κάποιοι εξ αυτών μάλιστα βρίσκονται ήδη στη διαδικασία της συγγραφής καινούργιων, αφού οι ιδέες εκείνες που κατέθεσαν τότε έχουν πια παλιώσει!