Σε προηγούμενα άρθρα μου («ΤΑ ΝΕΑ» και «Το Βήμα») ανέπτυξα πέντε βασικές θέσεις σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μεταξύ Κεντροαριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ.
Οι πέντε θέσεις
Πρώτον, παρ’ όλες τις ακροαριστερές καταβολές του, μετά την αποχώρηση της αριστερής/λαφαζανικής πλατφόρμας και την απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να ακολουθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο, η ηγεσία του κόμματος είναι υποχρεωμένη, είτε το θέλει είτε όχι, να ακολουθήσει, μέσα στα όρια που θέτουν οι ισχυροί εταίροι μας, μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική: δηλαδή, το δημοκρατικό, σταδιακό πέρασμα από την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη πολιτική της Γερμανίας σε έναν καπιταλισμό με πιο ανθρώπινο πρόσωπο.
Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαφορές αλλά και κοινά χαρακτηριστικά με τους Podemos και με άλλα ριζοσπαστικά αριστερά κινήματα στην Ευρώπη.
Τρίτον, το ρήγμα/τείχος μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των κομμάτων του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου» δεν βοηθάει ούτε τα εθνικά συμφέροντα ούτε τον παραπέρα εκδημοκρατισμό της χώρας.
Τέταρτον, αντίθετα με τη γνώμη της αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί «παρένθεση». Θα εξακολουθήσει να είναι ένας από τους κεντρικούς παίκτες της κομματικής αρένας –και όσο η Κεντροαριστερά παραμένει κατακερματισμένη, θα έχουμε στη χώρα μας έναν διπολισμό (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ) που θα μοιάζει σημαντικά με τον προηγούμενο (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ). (Βλ. «ΤΑ ΝΕΑ», 28-29/5/16).
Πέμπτον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει έντονα λαϊκιστικά στοιχεία, έχει κάνει «κωλοτούμπες», καθώς και πολλά, ακριβά για τον φορολογούμενο, λάθη. Από την άλλη μεριά, έχοντας δεχτεί το τρίτο Μνημόνιο, επιδίωξε με αμφιθυμία μεν αλλά και επιμονή να φέρει εις πέρας ένα εξαιρετικά αντιλαϊκό Μνημόνιο που ήταν ανάγκη να δεχτούμε για να αποφύγουμε το Grexit. Ενα Μνημόνιο που μια συντηρητική κυβέρνηση, με τον ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση, θα δυσκολευόταν πολύ περισσότερο να ακολουθήσει –λόγω των πολύ πιο έντονων λαϊκών αντιδράσεων. Είναι ακριβώς για αυτόν τον λόγο που οι εταίροι μας (καθώς και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού) αντέδρασαν αρνητικά στην εμμονή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για εκλογές «εδώ και τώρα».
Το ρήγμα
Οχι μόνο η αξιωματική αντιπολίτευση αλλά και η Κεντροαριστερά θεωρούν τον ΣΥΡΙΖΑ έναν τελείως απαράδεκτο κομματικό σχηματισμό. Εναν σχηματισμό με ακροαριστερές καταβολές, με κρατικίστικους προσανατολισμούς και με μια ηγεσία που δεν έχει την εμπειρία και τις διοικητικές ικανότητες διακυβέρνησης. Κατά την αντιπολίτευση, τα παραπάνω καθιστούν τον ΣΥΡΙΖΑ ένα αντιδημοκρατικό κόμμα που έχει σαν απώτερο σκοπό την εγκατάσταση ενός αυταρχικού πολιτεύματος τύπου Πούτιν ή Ερντογάν. Αυτού του είδους το επιχείρημα δεν λαμβάνει υπόψη του πως από τη στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να δεχθεί τον ευρωζωνικό δρόμο, καθώς και να υλοποιήσει τις απαιτήσεις του τρίτου Μνημονίου, δεν είναι δυνατόν να ονειρεύεται τον δρόμο προς τον πουτινισμό ή την επιστροφή στη δραχμή. Στοχεύει, όπως και τα υπόλοιπα κόμματα της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς, στο πέρασμα από τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα σε μια δημοκρατική, φεντεραλιστική ευρωπαϊκή κοινότητα, βασισμένη όχι μόνο στον ανταγωνισμό αλλά και στην αλληλεγγύη.
Παρ’ όλα όμως τα παραπάνω κοινά χαρακτηριστικά, σε κανένα από τα άλλα ευρωπαϊκά ριζοσπαστικά κόμματα δεν υπάρχει το είδος του ρήγματος/τείχους που παρατηρούμε μεταξύ της Κεντροαριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, πριν από λίγο καιρό το Δίκτυο της Αννας Διαμαντοπούλου είχε προσκαλέσει τον πρώην αρχηγό του ισπανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Πέδρο Σάντσεθ. Ο τελευταίος παραδέχτηκε πως στη χώρα του δεν υπάρχει αντίστοιχος διχασμός μεταξύ των Podemos και του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Υπάρχουν φυσικά διαφορές, αντιθέσεις, ανταγωνισμοί. Αλλά δεν απορρίπτεται αυτόματα ούτε η συνεργασία ούτε η συναίνεση σε συγκεκριμένα θέματα. Το ίδιο συμβαίνει και στο πορτογαλικό Μπλόκο το οποίο συμμετέχει στην κυβέρνηση.
Ακόμα και το πολύ πιο ριζοσπαστικό γερμανικό κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει την ελληνικού τύπου διχαστική τομή, αλλά σε πολλά γερμανικά κρατίδια συνεργάζεται με λιγότερο αριστερά κόμματα. Μάλιστα στο κρατίδιο της Θουριγγίας είναι μέλος της κυβέρνησης στη βάση μιας συμμαχίας μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Είναι ενδιαφέρον πως με την άνοδο του Σουλτς στην αρχηγία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος πολλοί πιστεύουν πως μια παρόμοια συμμαχία θα μπορούσε να επιτευχθεί μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, σίγουρα θα αλλάξει όχι μόνο η γερμανική πολιτική της λιτότητας, αλλά και η αρχιτεκτονική της ΕΕ. Με βάση τα παραπάνω, πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς την ελληνική ιδιαιτερότητα του «τείχους»;
Νομίζω πως υπάρχουν τρεις βασικές αιτίες. Πρώτα απ’ όλα, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε την ανίερη συμμαχία με το δεξιό εθνολαϊκιστικό κόμμα των ΑΝΕΛ με το επιχείρημα της κοινής αντιμνημονιακής γραμμής. Ενας δεύτερος λόγος είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ένας μικρός κομματικός σχηματισμός που ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε πρώτο κόμμα, έγινε ένας γίγαντας με πήλινα πόδια. Οχι μόνο δεν είχε χρόνο να οργανωθεί και να στελεχωθεί με διοικητικά έμπειρους ανθρώπους αλλά, ακόμη χειρότερο, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει ανυπέρβλητα προβλήματα που οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν δημιουργήσει –δηλαδή το ασφαλιστικό και το δημοσιονομικό. Κληρονόμησε ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, το υψηλότερο στην ΕΕ. Κληρονόμησε επίσης ένα ασφαλιστικό σύστημα που έμοιαζε με ένα ετοιμόρροπο οικοδόμημα με πλήθος πελατειακού και συνδικαλιστικού τύπου «πανωσηκώματα». Ετσι όπως όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις πετούσαν το μπαλάκι του ασφαλιστικού από τη μια διακυβέρνηση στην επόμενη, αυτό έφτασε τελικά στα χέρια του Τσίπρα. Με άλλα λόγια, το πρωτοφανές χρέος και η ανάγκη δημιουργίας ενός πιο συγκροτημένου ασφαλιστικού συστήματος σε περίοδο κρίσης οδήγησαν σε εξαιρετικά επώδυνα μέτρα –κυρίως για τους συνταξιούχους, τα λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα.
Με βάση τα παραπάνω νομίζω πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν «πρόδωσε» τις αριστερές αξίες. Απλά πήρε την εξουσία σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο. Εχοντας να διαλέξει μεταξύ του Grexit και του ευρωπαϊκού δρόμου, σωστά επέλεξε τον δεύτερο. Με αυτή την κίνηση βρέθηκε σε ένα γερμανικά επιβαλλόμενο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο που φυσικά η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αλλάξει. Αυτοί που κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ πως ξέχασε τον δρόμο της «γνήσιας, αυθεντικής Αριστεράς» δεν λαμβάνουν υπόψη τους πως όποιο αριστερό κόμμα και αν έπαιρνε την εξουσία σε τέτοιου είδους συνθήκες (ελληνικές και ευρωπαϊκές) θα ήταν αναγκασμένο να εφαρμόσει μια παρόμοια πολιτική.
Ρωγμές
Στον ΣΥΡΙΖΑ ο πρώην υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης μαζί με έναν σημαντικό αριθμό βουλευτών πιέζουν τον Πρωθυπουργό για ένα άνοιγμα προς την Κεντροαριστερά. Με στόχο την απομάκρυνση των ΑΝΕΛ και τη συνεργασία με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη. Βέβαια, για τη στιγμή, αυτός ο στόχος δεν φαίνεται πιθανός. Αλλά και στο στρατόπεδο της Κεντροαριστεράς παρουσιάζονται ρωγμές. Για παράδειγμα, η συνεργασία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης με το κόμμα του Γιώργου Παπανδρέου, που δεν αρνείται τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι άλλη μια ένδειξη ρωγμής του τείχους.
Στο μέλλον σίγουρα οι ρωγμές του τείχους θα πολλαπλασιαστούν και οι συνθήκες για μια συνεργασία Κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής Αριστεράς θα γίνουν πιο ευνοϊκές. Είναι πια καιρός το τείχος να κατεδαφιστεί. Γιατί αν συνεχιστεί ο παρών διχασμός, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στη χώρα μας θα γίνει «ημι-δημοκρατία». Μια άκρως νοσηρή κατάσταση όπου ο ένας από τους δύο βασικούς πόλους του πολιτικού συστήματος θα είναι εκτός του «δημοκρατικού τόξου», δηλαδή θα είναι χώρος προς αποφυγήν, χώρος – «μίασμα». Σε μια εποχή όπου οι συνεργασίες είναι απαραίτητες, πώς είναι δυνατόν να προχωρήσουμε με ένα σύστημα βασισμένο στη δαιμονοποίηση και επακόλουθο αποκλεισμό της ριζοσπαστικής Αριστεράς; Είναι πια καιρός ΣΥΡΙΖΑ και Κεντροαριστερά να ξεχάσουν τα μικροκομματικά τους συμφέροντα και να σκεφτούν το μέλλον της δημοκρατίας στη χώρα μας. Η συμμαχία μεταξύ Κεντροαριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά και τις δύο πλευρές. Για παράδειγμα, αν υπήρχε μια τέτοια συμμαχία, τουλάχιστον οι 7 υπουργικές θέσεις των ΑΝΕΛ θα τις χειρίζονταν η Κεντροαριστερά.
Τέλος, η συμμαχία ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας και ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα θα συνέβαλλε καθοριστικά, μαζί με παρόμοιες ευρωπαϊκές δυνάμεις, στον αγώνα καταπολέμησης της λιτότητας, των εντεινόμενων ανισοτήτων, του ακροδεξιού λαϊκισμού και της Ευρώπης – «φρουρίου».
Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας LSE