Αρχισα να το παρατηρώ στα κοινωνικά των εφημερίδων, ένα σημείο αναφοράς των καθημερινών αναγνωστών που ισότοπό του δεν υπάρχει ακόμη στο Διαδίκτυο. Εκεί λοιπόν, στις αγγελίες κηδειών (το πρώτο πράγμα που, με νοσηρή συνέπεια, διαβάζω από παιδί μόλις πιάσω στα χέρια μου εφημερίδα), αφού αναφερθούν τα τεθλιμμένα παιδιά, εγγόνια, ανίψια και λοιποί συγγενείς, αποχαιρετά την πεφιλημένη εκλιπούσα –εν προκειμένω, γυναίκα είναι η μακαρίτισσα –και η «Σόνια της». Ή η «Νατάσα της». Τις ξέρω αυτές τις Σόνιες και τις Νατάσες που μοιάζουν σαν να κάθονται σιωπηλές στην άκρη μιας οικογενειακής γιορτής. Τις βλέπω στους δρόμους των αστικών συνοικιών να περπατάνε μαζί με την πεφιλημένη προτού γίνει εκλιπούσα. Από μακριά μοιάζουν για φιλενάδες. Μόνο από κοντά παρατηρείς τις λεπτομέρειες από τις οποίες καταλαβαίνεις ότι η Σόνια τελεί εν υπηρεσία επ’ αμοιβή. Που με τον χρόνο όμως έχει γίνει προσωπική σχέση. Δεν κρατιούνται ακριβώς αγκαζέ. Η κυρία Καθηγητού (ας την ονομάσουμε έτσι) στηρίζει στο μπράτσο της Σόνιας της το βαριοκίνητο από τα αρθριτικά σώμα της.
Δεν έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας. Οι Σόνιες πιο νέες, πλησιάζουν τα εβδομήντα όμως κι αυτές. Εχουν ωστόσο την πλέρια σωματοδομή των βόρειων γυναικών. Ακόμη και οι σχετικά πιο μικρόσωμες δείχνουν νταρντάνες. Ξανθές, γαλανές και ροδομάγουλες, γεννήθηκαν στην πρώην ΕΣΣΔ επί Στάλιν, έζησαν την κατάρρευση και στη συνέχεια τις ανοιχτές πληγές του υπαρκτού σοσιαλισμού και στην ηλικία της ωριμότητας ξενιτεύτηκαν για να βρουν δουλειά. Τα παιδιά έπρεπε κάπως να σπουδάσουν, τα εγγόνια κάπως να μεγαλώσουν και στην πατρίδα τους «αντρώποι νιετ λεφτά». Ευτυχώς που στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές χήρες κυρίες Καθηγητού, τα πολυάσχολα παιδιά των οποίων δεν έχουν πολύ χρόνο για τη γιαγιά που έχει αρχίσει να ρετάρει σωματικά και νοητικά. Ετσι, στο διαμπερές διαμέρισμα που κάποτε αντιλαλούσε τους κραδασμούς μιας οικογένειας, τώρα μένουν αυτά τα παράξενα ζευγάρια. Οι κυρίες Καθηγητού με τις Σόνιες.
Στην αρχή υπήρχε δυσπιστία εκατέρωθεν. Που πριν καν γίνει εμπιστοσύνη είχε μετουσιωθεί ήδη σε αγάπη. Σιγά σιγά άρχισαν να ανοίγουν τα παράθυρα η μία στη ζωή της άλλης. Ανταλλάσσουν διατροφικές συνταγές και αναμνήσεις. Η σάλτσα με μαυροδάφνη και τα πιροσκί με ξινή κρέμα. Ενας εφηβικός έρωτας στο Βλαδιβοστόκ, ένα κλεφτό φιλί από έναν άγνωστο μεταμφιεσμένο στο καρναβάλι της Πάτρας. Οι μπερμπαντιές του κυρίου Καθηγητή, τα μεθύσια του Αλεξέι. Οι φωτογραφίες των παιδιών. Μετά, από κάτι θα παρεξηγηθούν ανομολόγητα, το ίδιο ανομολόγητα θα συμφιλιωθούν. Και την καθορισμένη ώρα θα βγουν για τον καθιερωμένο περίπατο στη γειτονιά. Για την κυρία Καθηγητού είναι εντολή γιατρού. Τουλάχιστον μισή ώρα περπάτημα την ημέρα. Για τη Σόνια είναι η μοναδική έξοδος. Γι’ αυτό και φοράει πράσινη σκιά –ασορτί με τη ζακέτα της –και πορτοκαλί, στραβοβαλμένο κραγιόν. Και τον χρυσό σταύρο της έξω απο την μπλούζα. Περπατούν συνήθως αμίλητες και μόνο η Σόνια κοιτάζει πού και πού τις πολύχρωμες βιτρίνες καθώς σκέφτεται τα εγγονάκια της στο Ντόνετσκ. Δύο γυναίκες που, στα γεράματα, ζει η καθεμία από τη ζωή της άλλης. Υπηρετούμενη και υπηρετούσα το ίδιο πράγμα.
Ενα πρωί ο κοινός τους φόβος θα γίνει πραγματικότητα. Η κυρία Καθηγητού δεν θα ξυπνήσει. Και η Σόνια θα ξενιτευτεί και πάλι από τη «μικρή πατρίδα». Αυτό δηλαδή που είναι που είναι μία ανθρώπινη σχέση.