Προβλέπεται ότι σε καμιά πενηνταριά χρόνια θα κτιστεί κι ένα μουσείο για τον αυτοθεωρούμενο κομμουνιστή σ. Κατρούγκαλο –ενδεχομένως δε και για τον σ. Καρανίκα, ανθρώπους που έδωσαν όλη την ικμάδα της ζωής τους για το καλό του λαού. Διότι ο μεν πρώτος έσωσε τα ασφαλιστικά ταμεία δια της γεροκτονίας, ενώ ο δεύτερος είναι η μεγαλύτερη μορφή στρατηγικού σχεδιασμού μετά τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα.
Αφού βέβαια προηγηθεί ένα μεγαλοπρεπές μαυσωλείο για τον επαναστάτη σ. Βαρουφάκη (όλοι επαναστάτες είμαστε σε αυτή τη χώρα), όπου θα εκτίθεται το πέτσινο που φόρεσε στην Ιγγλιτέρα, το πλουμιστό πουκάμισο με το οποίο τίμησε τη Βουλή των Ελλήνων και το σακάκι με τον ανάποδο κόκκινο γιακά, χρώμα που υποδηλώνει την αέναη εξέγερση, την παντοτινή επανάσταση εναντίον και παντοίων επινοημένων εχθρών. Ινα κράζω σοι, Χαίρε νύμφη ανύμφευτε.
Μπορεί και η μοτοσικλέτα του να εκτίθεται, μια μηχανή ανάλογης δόξας με εκείνην του Τζέιμς Ντιν, την Thunderbird του ’49 που οδηγούσε ο Μάρλον Μπράντο στον «Ατίθασο», τη Harley Captain America που οδηγούσε ο Χένρι Φόντα, κυρίως όμως τη Norton του ’39 που καβαλούσε ο Τσε για να προμοτάρει τον μαρξισμό στη Λατινική Αμερική. Τώρα, πώς από τον Τσε που οδηγούσε μοτοσικλέτα η κατάσταση κατέληξε στον Μαδούρο που ήταν οδηγός λεωφορείου είναι άλλο θέμα συμβολικής σημασίας –πάντως κι ο Μαδούρο έχει μανία με τα μουσεία, αφού έκανε κι αυτός ένα φαραωνικό προς τιμήν του Τσάβες. Ολοι αυτοί οι μαρξίζοντες φαίνεται να είναι μουσειολάγνοι και στη θεωρία και στην πράξη –μην ξεχνούμε και τον βαλσαμωμένο Λένιν που στέκει άσπιλος, με ανάλλαχτα ενυδατωμένη επιδερμίδα υπεράνω του χρόνου. Εν αβάτοις εξήρηται.
«Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο» γράφει ο Σεφέρης, αλλά δεν έχει απόλυτο δίκιο. Τ’ αγάλματα έχουν ζωή και κυκλοφορούν ανάμεσά μας κανονικά, μεταστοιχειωμένα σε άλλα σώματα και άλλα μυαλά, γεγονός που ενισχύει τη θεωρία όχι μόνο της ψύχωσης αλλά και της μετεμψύχωσης. Απόδειξη ότι αν γίνει ένα συνέδριο με το ερώτημα αν πέθανε ή ζει ο Ζαχαριάδης, ποια θα ήταν άραγε η τελική απάντηση; Μην ξεχνούμε ότι και ο Πλουμπίδης, παρότι εκτελεσμένος και νεκρός, διέφυγε στην Αμερική, όπου συνεχίζει να δουλεύει στη CIA ως «πράχτορας».
Εξάλλου η έκφραση «ζει» για πολλούς νεκρούς, αδίκως σκοτωμένους ή δολοφονημένους, είναι συνηθέστατη –κι ενώ αυτό είναι κατανοητό και δικαιολογημένο για κάποιον καιρό, στη συνέχεια, όταν η ενέργεια του ρήματος διαρκεί για πολλά χρόνια, τότε πάει να πει πως έχουμε να κάνουμε με κάποιο ξεχωριστό φαινόμενο που επιχωριάζει στο Ελλαδιστάν: μια σφοδρή ροπή προσκόλλησης στο παρελθόν, εφόσον αυτό είναι κάτι πιο βολικό από το να αντιμετωπίζεις το περίπλοκο, ιλιγγιώδες και ακατανόητο μέλλον, το οποίο εξάλλου αρνείται να προσαρμοστεί και στη θεωρία, έχει αυτό το ενοχλητικό μειονέκτημα.
Ασ’ τους νεκρούς να προχωρούν, λέει βέβαια και η ρήση και το μαρτυρολόγιο, που δεν το εφηύραν οι πρώτοι χριστιανοί, αλλά σε λογικό βαθμό το καλλιέργησαν και οι αρχαίοι Ελληνες, έχει πάντοτε προπαγανδιστική αξία, αρκεί οι μάρτυρες, κανονικοί, ή κατασκευασμένοι, να μην επικυριαρχούν των ζωντανών και να μην αποτελούν ψευδοαπάντηση σε κατοπινά, πολύπλοκα και άσχετα προβλήματα –αλλά είπαμε: όταν ο Ελλην είναι αναγκασμένος να ανεβεί σ’ ένα βουνό, ψάχνει να βρει πώς θα το κάνει από μια κατηφόρα.
Γενικά έχουμε ειδική μανία με τους μεταστάντες και τα μουσεία, όπως και μια εμμονή του εκάστοτε υπουργού Πολιτισμού για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, ενώ ουδείς δείχνει ανάλογο ενδιαφέρον για την ενίσχυση της σημερινής, πραγματικής δημιουργικής τέχνης και τους ζώντες δημιουργούς, στους οποίους κόβουν τις συντάξεις και δεν τους αφήνουν να αμειφθούν από τα έργα τους. Υπάρχει μια επίμονη λαγνεία για τα τετελεσμένα και ταυτόχρονη επίθεση στους ζώντες και στο μέλλον. Γιατί; Διότι είναι εύκολο να μιλάς για τα Μάρμαρα ή να σώσεις το σπίτι του Λαπαθιώτη (που κι αυτό δεν το κάνουν), αλλά όχι να κάνεις μια συνάντηση με την Εταιρεία Συγγραφέων ή με τους Εικαστικούς, να ακούσεις τι έχουν να σου πουν και οι ζωντανοί, βρε αδερφέ –ίσως περιμένουν να πεθάνουν οι συγγραφείς για να ασχοληθούν μαζί τους, να αρχίσουν να τους φτιάχνουν μουσεία, αν βέβαια ήταν της παράταξης.
Σαν τον Βέγγο που είχε ισχυρό πονόδοντο, πήρε μια ασπιρίνη, του πέρασε κι άρχισε να βογκάει αναδρομικά, λέγοντας: «Ωχ, πώς πονούσα, ωχ, πώς πονούσα».
Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο. Αμ, δεν είναι. Κυκλοφορούν ανάμεσά μας και νοιάζονται κυρίως πώς θα φτιάξουν κι άλλα αγάλματα. Μπορεί γι’ αυτό να αναρωτιόταν προφητικά κι ο Καρυωτάκης: «”Υπάρχω;” λες, κι ύστερα “δεν υπάρχεις!”». Ασχετα αν λέει το αντίθετο ο Καζαντζίδης.
Το ερώτημα επομένως είναι ποιος τώρα έχει σειρά για μουσειοποίηση –πριν από τον Βαρουφάκη. Οι συντηρητικοί κάπως τα αποφεύγουν, αλλιώς θα είχαν φτιάξει ένα μουσείο για τον Ναπολέοντα Ζέρβα, τον Χρήστο Λαδά, την Ελένη Παπαδάκη ή τον μοίραρχο Κωφίτσα στη Θεσσαλονίκη –και ευτυχώς, διότι αν είχε και η ΝΔ την ίδια ροπή, τότε θα ζούσαμε κανονικά εν μέσω μαυσωλείων, θαρρείς και δεν μας φτάνουν τα άπειρα αρχαία μνημεία, ελληνικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά που φύονται –ευτυχώς –παντού, αν και κάποια ενοχλούν –όπως ας πούμε ο τύμβος της Αμφίπολης που είναι φυσικά ασήμαντος μπροστά στο Μουσείο Μπελογιάννη, με την έννοια ότι την Αμφίπολη δεν την επισκέφτηκε ποτέ με τη δέουσα σοβαρότητα ο Πρωθυπουργός. Κι όταν πήγε ο Σαμαράς, κόντεψαν να τον διαμελίσουν. Διότι, βέβαια, απ’ την άλλη, υπάρχουν καλά και κακά μουσεία, σωστές ή όχι επισκέψεις.
Πάντως, παρ’ όλα αυτά, όπως λέει κι ο Αλεξανδρινός, και τέλος πάντων, να, τραβούμε εμπρός.