Στα 73 του χρόνια ο Μπάρι Μάνιλοου, ο τραγουδιστής του «Copa, Copacabana», μιας επιτυχίας στη δεκαετία του ’80, αισθάνθηκε την ανάγκη να παραδεχθεί δημοσίως ότι είναι ομοφυλόφιλος.
Δεν είναι το πρώτο, ούτε φυσικά το τελευταίο περιστατικό, αλλά είναι το πιο πρόσφατο. Κατά καιρούς επώνυμοι, κυρίως στο εξωτερικό, αποφασίζουν να μιλήσουν ανοιχτά, αποκαλύπτοντας ένα μυστικό που κουβαλούσαν χρόνια. Οι περισσότεροι έχουν ήδη πίσω την καριέρα τους, οπότε πιστεύουν ότι μια τέτοια αποδοχή δεν θα έχει άμεση επίπτωση στα τρέχοντα επαγγελματικά τους. Και το κάνουν για προσωπικούς λόγους, μια αίσθηση ειλικρίνειας απέναντι στον κόσμο που τους χειροκρότησε.
Ωστόσο, ένα τέτοιο σκηνικό αφορά περισσότερο δημόσια πρόσωπα μεγαλύτερης ηλικίας, ανθρώπους παλαιότερων γενεών, όπου τα ταμπού καθιστούσαν απαγορευτική την αποδοχή μιας τέτοιας αλήθειας. Φοβόντουσαν.
Σήμερα, για τις νεότερες γενιές ηθοποιών και τραγουδιστών στην Ευρώπη και στην Αμερική η αποδοχή της σεξουαλικής ταυτότητας έχει πάψει σε μεγάλο βαθμό να προκαλεί τον ίδιο φόβο. Στα βιογραφικά τους δηλώνουν την οικογενειακή τους κατάσταση, τον γάμο με συντρόφους του ίδιου φύλου και τα παιδιά που έχουν αποκτήσει –με παρένθετη, με υιοθεσία ή όπως αλλιώς.
Τα πράγματα αλλάζουν με τον τρόπο που η ζωή το επιτρέπει. Ο φόβος, ευτυχώς, μειώνεται. Αλλά δυστυχώς εξακολουθεί να υπάρχει. Γι’ αυτό και το ψέμα, η υποκρισία, η επιλογή μιας πλαστής ζωής εξακολουθεί να πολλαπλασιάζεται γύρω μας. Οι άνθρωποι ακόμα φοβούνται να μιλήσουν ανοιχτά. Γιατί φοβούνται τον απέναντί τους. «Η κόλαση είναι οι άλλοι» είχε πει ο Σαρτρ. Δεν είχε άδικο.
Στο κάτω κάτω ο καθένας πρέπει να είναι ελεύθερος να ζήσει όπως θέλει. Χωρίς να νιώθει υποχρεωμένος να προβεί σε δηλώσεις αλλά και χωρίς να προσπαθεί να επιβάλει στους άλλους αυτό που ο ίδιος επέλεξε, είτε βρίσκεται από τη μια είτε από την άλλη μεριά του ποταμού. Κοινό ζητούμενο είναι ο σεβασμός και η αξιοπρέπεια. Μην επιτρέποντας στον φόβο να βρίσκει πρόσφορο έδαφος.