Το αίτημα για εκλογές είναι διαρκές και δεν συνδέεται με το κλείσιμο της αξιολόγησης, επισημαίνει ο Νίκος Δένδιας, ενώ διαμηνύει ότι σε αυτόν τον ΣΥΡΙΖΑ η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορεί να προσφέρει καμία συναίνεση.

Παράλληλα, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ καταλογίζει μεγάλες ευθύνες στην κυβέρνηση για τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας που δημιούργησε η πολύμηνη εκκρεμότητα με τους δανειστές, ενώ στέλνει μήνυμα και στο εσωκομματικό πεδίο, ζητώντας από γαλάζια στελέχη «να αποφεύγουν τον πειρασμό της αντιγραφής των μεθόδων του ΣΥΡΙΖΑ», καθώς στη ΝΔ «δεν ταιριάζουν ο λαϊκισμός και οι ύβρεις».

Γιατί περιμένουμε τόσους μήνεςνα κλείσει η αξιολόγηση;

Λυπούμαι που το λέω, αλλά σε σημαντικό βαθμό ευθύνεται και η ελληνική κυβέρνηση, η οποία με τις παλινωδίες της, τις αντιφάσεις της και τις εσωτερικές συγκρούσεις της διαρκώς αυτοδιαψεύδεται, αδιαφορώντας για τις τεράστιες επιπτώσεις της αβεβαιότητας σε μια καθημαγμένη από την πολυετή κρίση οικονομία. Να σας υπενθυμίσω ότι από τον Δεκέμβριο ο υπουργός Οικονομικών κ. Τσακαλώτος προειδοποιούσε για τις συνέπειες της μη ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης, όμως πλησιάζουμε πλέον προς τον Μάιο, η πραγματική οικονομία έχει διαλυθεί και η κυβέρνηση περί άλλα τυρβάζει. Βεβαίως, οι εταίροι έχουν και αυτοί μεγάλες ευθύνες, για τις υπερβολικές αρκετές φορές απαιτήσεις τους αλλά και για το καταστροφικό μείγμα φορολογικών και ασφαλιστικών μέτρων που έχουν αποδεχθεί.

Το εκλογικό αίτημα μπορεί νααντέξει έπειτα από μια συμφωνία; Δεν ανησυχείτε ότι θα κατηγορηθείτε πως τορπιλίζετε μιαπροσπάθεια ανάταξης της οικονομίας;

Το αίτημα για εκλογές έχει διατυπωθεί από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ουδείς θα μπορούσε έστω να διανοηθεί ότι θα φθάναμε στον Απρίλιο του 2017 χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση. Συνεπώς, το αίτημά μας είναι διαρκές και δεν συνδέεται με την τρέχουσα επικαιρότητα. Αυτό που διαμηνύουμε πλέον στην κυβέρνηση, η οποία συστηματικά αποφεύγει να ενημερώνει στοιχειωδώς έστω τη Βουλή και την αντιπολίτευση για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης, είναι να ολοκληρώσει την αξιολόγηση, ώστε να σταματήσει η περαιτέρω «αιμορραγία» της ελληνικής οικονομίας. Αν δεν μπορεί να το πράξει όμως, οφείλει να παραιτηθεί, ώστε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση από την επόμενη κυβέρνηση.

Χάνει ο ΣΥΡΙΖΑ ή κερδίζει η ΝΔ;

Αναπόφευκτα ισχύουν και τα δύο. Οπως καταγράφουν και οι δημοσκοπήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απογοητεύσει μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων του και αρκετοί εξ αυτών θα ψηφίσουν ή σκέφτονται να ψηφίσουν τη ΝΔ. Το ίδιο ισχύει και με πολίτες που ψήφισαν άλλα κόμματα στο παρελθόν. Δεν θα μπορούσε να συμβεί όμως αυτό, εάν δεν είχε διαμορφώσει ήδη το κόμμα μας μια γενναία μεταρρυθμιστική ατζέντα, η οποία θα εξειδικευθεί σε κυβερνητικό πρόγραμμα. Σήμερα, πολίτες που δεν αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροδεξιοί αντιλαμβάνονται ότι μόνο με μια κυβέρνηση υπό τη ΝΔ μπορεί η χώρα να ανακάμψει, να προσελκύσει επενδύσεις και να μειωθούν τα θηριώδη ποσοστά της ανεργίας. Το γεγονός αυτό αποτελεί παράλληλα και μια τεράστια ευθύνη. Οφείλουμε να συνεχίσουμε να απευθυνόμαστε με όρους ειλικρίνειας στην ελληνική κοινωνία και να της λέμε αυτό που πιστεύουμε, χωρίς να κραυγάζουμε.

Καλώςη ΝΔαποκλείει ακόμη και μετεκλογικά μια συναινετική πορεία με τον ΣΥΡΙΖΑ;

Με αυτόν τον ΣΥΡΙΖΑ και με τη συγκεκριμένη ηγεσία του είναι προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρξει συναίνεση, σε επίπεδο διακυβέρνησης τουλάχιστον. Βεβαίως, συναίνεση μπορεί να υπάρξει σε αρκετά ζητήματα που απασχολούν τη χώρα σε επίπεδο πολιτικής συνεννόησης, όπως η εξωτερική πολιτική και η εθνική άμυνα. Πάντως σήμερα η πρακτική της κυβέρνησης σε μια σειρά επίσης από κρίσιμα ζητήματα στα οποία θα μπορούσε να υπάρξει διακομματική συνεννόηση, όπως π.χ. η παιδεία, δεν ευνοεί τη συναίνεση.

Προεκλογικέςσυνεργασίες θα έπρεπενα αναζητηθούν από τη ΝΔκαι προς ποια κατεύθυνση;

Η επιλογή των προεκλογικών συνεργασιών είναι προνόμιο της ηγεσίας του κόμματος, για ευνόητους λόγους. Θα έλεγα όμως ότι το πεδίο θα πρέπει να παραμείνει ανοιχτό και για μετεκλογικές συνεργασίες μεταξύ των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων που θέλουν και μπορούν να συμβάλουν στην έξοδο της χώρας από την κρίση, ακόμα και αν η ΝΔ κερδίσει στις εκλογές την αυτοδυναμία.

Γιατί η κυβέρνηση Σαμαράάφησε μισή τη ρύθμιση για τα κόκκιναδάνεια και δεν έκλεισε το θέμα από το 2014;

Κατ’ αρχάς, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η κυβέρνηση Σαμαρά προσέφερε υπηρεσίες στη χώρα και παρά τα όποια λάθη της την οδήγησε εκ νέου στην ανάπτυξη και σε έναν δρόμο εξόδου από την κρίση. Ομως το υπουργείο Οικονομικών τότε, όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας αλλά και σε επίπεδο γραφειοκρατίας, δεν συμφώνησε στη συνολική λύση που πρότεινα ως υπουργός Ανάπτυξης για το ιδιωτικό χρέος. Μια λύση που δεν θα αφορούσε μόνο τις οφειλές προς τις τράπεζες, αλλά και τις οφειλές επίσης προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Επελέγη τελικά να ισχύσουν «λειψές ρυθμίσεις», οι οποίες σε σημαντικό βαθμό ήταν αναποτελεσματικές. Χάθηκε έτσι μια μεγάλη ευκαιρία για επανεκκίνηση του τραπεζικού συστήματος αλλά και για να μην κλείσουν δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, οι οποίες έκλεισαν έκτοτε. Να σας υπενθυμίσω ότι είχαμε καταφέρει ως υπουργείο Ανάπτυξης να δεχθούν οι εταίροι την επιβράβευση των συνεπών επιχειρηματιών, με επιδότηση του επιτοκίου τους από το ΕΣΠΑ. Τη μεγαλύτερη ευθύνη βέβαια φέρει η σημερινή κυβέρνηση, η οποία ως αντιπολίτευση υποσχόταν «σεισάχθεια» και για πάνω από δύο χρόνια δεν έπραξε το παραμικρό. Το αποτέλεσμα: τα κόκκινα δάνεια εκτινάχθηκαν από τα 70 δισ. στα 120 δισ. ευρώ!

Τι δεν έχει αλλάξει στη ΝΔ που θα έπρεπε να αλλάξει;

Πολλά έχουν ήδη αλλάξει, οφείλουμε να ομολογήσουμε, υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Πρέπει να συνεχίσουμε όμως με μεγαλύτερη ένταση την προσπάθεια για ανανέωση, όχι κατ’ ανάγκην ηλικιακή, αλλά σε ιδέες και μεθόδους, κυρίως, και να προσελκύσουμε νέους και πετυχημένους ανθρώπους στην πολιτική. Οπως πρέπει επίσης όλα τα στελέχη μας να αποφεύγουν τον πειρασμό της αντιγραφής των μεθόδων του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μας ταιριάζουν ο λαϊκισμός και οι ύβρεις. Είμαστε η παράταξη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και πρέπει να παραμείνουμε η παράταξη του μέτρου και της ευθύνης.