Σερφάροντας στο Ιντερνετ ένα σαββατιάτικο πρωινό στο σπίτι του, ο Μπιλγκίν Τσιφτσί είδε στο facebook μια ανάρτηση που τον έκανε να γελάσει. Επρόκειτο για μοντάζ με εικόνες του προέδρου της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν δίπλα στο Γκόλουμ του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών». Και οι δύο είχαν γουρλωμένα μάτια και έδειχναν έκπληξη. Σε μια άλλη φωτογραφία ο Ερντογάν έτρωγε ένα μπούτι κοτόπουλου και το Γκόλουμ ένα ψάρι.

Ο Τσιφτσί, γιατρός από το Αϊδίνιο, έκανε share τις φωτογραφίες και δεν ξανασχολήθηκε. Ομως, μερικές εβδομάδες αργότερα τον κάλεσαν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και τον κατηγόρησαν για προσβολή του προέδρου –που θεωρείται έγκλημα στην Τουρκία. Εχασε τη δουλειά του στο δημόσιο νοσοκομείο και ενεπλάκη σε μια δικαστική μάχη που συνεχίζεται εδώ και 18 μήνες. Κάποια στιγμή ο δικαστής όρισε μια επιτροπή ειδικών στα έργα του Τόλκιν προκειμένου να καταλήξουν εάν το Γκόλουμ θεωρείται καλό ή κακό πλάσμα (αποφάσισαν ότι, κατά βάθος, είναι καλόκαρδο).

Πίσω από όλο αυτόν τον παραλογισμό κρύβεται μια πολύ πιο σκοτεινή ιστορία, γράφουν οι «Financial Times». Οταν ο 48χρονος Τσιφτσί μοιράστηκε με τους διαδικτυακούς φίλους του τις φωτογραφίες, πίστευε ότι θα τις έβλεπαν μόνο εκείνοι. Ομως η αστυνομία είχε στην κατοχή της εκτύπωση της σελίδας του. Δεν είχαν χακάρει τον λογαριασμό του, ούτε παρακολουθούσαν το κομπιούτερ του. Η αλήθεια αποδείχθηκε ακόμα πιο ανησυχητική: τον είχε καταδώσει κάποιος γνωστός του. Ο Τσιφτσί κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για τον σύζυγο μιας συγγενούς του. Οταν τον πήρε τηλέφωνο για να του ζητήσει τον λόγο, εκείνος στην αρχή το αρνήθηκε και κατόπιν του το έκλεισε.

Η περιπέτεια του γιατρού δείχνει πως κάτι μεγαλύτερο συμβαίνει στην Τουρκία, κάτι που θα μπορούσε να βγει από τις σελίδες ενός δυστοπικού μυθιστορήματος. «Πρόκειται πλέον για φαινόμενο στην κοινωνία μας» λέει ο Τσιφτσί. «Υπάρχουν άτομα που είναι βασιλικότερα του βασιλέως. Γίνονται πρόθυμα πληροφοριοδότες».

Ολες οι αστυνομίες και οι μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποιούν κατασκόπους και πληροφοριοδότες στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία. Η Τουρκία –μια χώρα που πέρυσι υπέστη όχι μόνο 267 τρομοκρατικές επιθέσεις, αλλά και μια βίαιη απόπειρα πραξικοπήματος κατά την οποία σκοτώθηκαν 200 άτομα –αντιμετωπίζει σημαντικούς και πραγματικούς κινδύνους. Ομως υπάρχουν πάρα πολλές ιστορίες πολιτών που προθυμοποιούνται να δώσουν πληροφορίες.

Η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα τέτοιων συμπεριφορών –από τους σταρ του Χόλιγουντ που «κάρφωναν» συναδέλφους του μέσα στη δίνη του μακαρθισμού έως το τεράστιο δίκτυο πληροφοριοδοτών της Στάζι στην Ανατολική Γερμανία. Σε έκθεση του αμερικανικού προξενείου, στις αρχές της δεκαετίας του 1940 αναφερόταν ότι οι Τούρκοι που αποδοκίμαζαν την κυβέρνηση έβρισκαν συχνά ότι τα «σχόλιά τους» τα γνώριζε η αστυνομία με τη βοήθεια πληροφοριοδοτών «που φαίνεται ότι βρίσκονται εν αφθονία». Μετά το πραξικόπημα του 1971 οι στρατηγοί εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους στους «αγαπητούς πολίτες πληροφοριοδότες» για την πολύτιμη συνεργασία τους.

Στη σημερινή Τουρκία, όπου τα ΜΜΕ δεν απολαμβάνουν και τη μεγαλύτερη ελευθερία, είναι πιο δύσκολο να ελεγχθεί το facebook, οι κουβέντες στα καφέ ή στα πανεπιστήμια. Επί αρκετά χρόνια η κυβέρνηση παροτρύνει τους εκλεγμένους στα συνοικιακά συμβούλια να γνωρίζουν λεπτομερώς όσα συμβαίνουν στην περιοχή τους. Η παρότρυνση –που αφορά και τους απλούς πολίτες –έρχεται από την κορυφή. «Εάν είναι κάποιος που γνωρίζετε, όπου κι αν είναι, πληροφορήστε αμέσως τις Αρχές ασφαλείας» είπε ο πρόεδρος Ερντογάν τον Δεκέμβριο, έπειτα από μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων με πολλά θύματα. «Αυτή δεν είναι ευθύνη μόνο των σωμάτων ασφαλείας».

Και η νοοτροπία σιγά σιγά αλλάζει. «Στην Τουρκία, παλιά θεωρούνταν ντροπή κάποιος να δώσει πληροφορίες στην αστυνομία» σχολιάζει η Μελντά Ονούρ, βουλευτής της αντιπολίτευσης, που περιγράφει την ιστορία ενός οδηγού ταξί ο οποίος ανέφερε στις Αρχές έναν επιβάτη που επέκρινε την κυβέρνηση. «Ενας πληροφοριοδότης –εάν γινόταν γνωστός –δεν μπορούσε εύκολα να επιβιώσει στην κοινωνία μας. Αυτό ίσχυε παλιά. Οχι πια». Τώρα ο φόβος φαίνεται να θεριεύει στην τουρκική κοινωνία. Και η ανοχή να μειώνεται.

Ιδιαίτερα οι πανεπιστημιακοί εκφράζουν την ανησυχία ότι όλο και περισσότερο τέτοια περιστατικά σημειώνονται στις αίθουσες διδασκαλίας –φοιτητές «καρφώνουν» τους καθηγητές τους στις Αρχές, κάνοντας μάλιστα και παράνομες ηχογραφήσεις συζητήσεων. «Δεν αισθάνομαι πλέον ασφαλής όταν διδάσκω» λέει καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αγκυρας. «Λέω στους φοιτητές μου να μην ηχογραφούν τα μαθήματα. Ομως, πώς μπορώ να ελέγξω τι κάνουν με τα κινητά τους; Πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός».

Η έκκληση για πληροφοριοδότες επιτάθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Ο Ερντογάν κατηγόρησε ως υπευθύνους τα μέλη του δικτύου του Γκιουλέν και ζήτησε από τους πολίτες να τους καταδίδουν. Χιλιάδες ανταποκρίθηκαν, με τα ποσά των επικυρήξεων να φθάνουν το ένα εκατομμύριο ευρώ (για τους πλέον καταζητούμενους). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο αριθμός των ατόμων που πήραν την τηλεφωνική γραμμή για να προσφέρουν πληροφορίες διπλασιάστηκε –από 34.000 το 2015 σε 65.000 το 2016.

Οι σελίδες των εφημερίδων είναι γεμάτες από ιστορίες προδοσίας μεταξύ φίλων, συγγενών και γειτόνων. Ενας πατέρας στο Καϊσερί ενημέρωσε την αστυνομία ότι δύο από τους γιους του είναι γκιουλενιστές επειδή πίστευε ότι ξέπλεναν χρήματα της οργάνωσης. Η εφημερίδα «Καράρ» ανέφερε ότι μια οικογένεια δεν πίστεψε τη διαβεβαίωση του ενός γιου ότι παράτησε το δίκτυο και ειδοποίησαν τους αστυνομικούς ότι ετοιμαζόταν να διαφύγει στις ΗΠΑ. Συνελήφθη στο αεροδρόμιο.