Σε κρίσιμο ορόσημο για την περαιτέρω πορεία της Τουρκίας αναδεικνύεται το περιώνυμο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου, το οποίο αναμένεται να εξασφαλίσει στον Ταγίπ Ερντογάν τις προεδρικές υπερεξουσίες που τόσα χρόνια επεδίωκε, καθιστώντας τον έτσι έναν ανεξέλεγκτο ανώτατο απόλυτο άρχοντα. Και το ερώτημα που τώρα τίθεται είναι αν η εξέλιξη αυτή θα ικανοποιήσει το πάθος του για την εξουσία ώστε να ακολουθήσει από κει και πέρα μια μετριοπαθέστερη πολιτική. Διότι είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορέσει να συνεχίσει τη σημερινή έξαλλη εθνικιστική του πορεία, καθώς ως γνωστόν τα έχει βάλει με όλο τον κόσμο, έχοντας θέσει ως στόχο να καταστήσει τη χώρα του μια νεοοθωμανική περιφερειακή υπερδύναμη σταδιακά απομακρυνόμενη όχι μόνον από την Ευρώπη, αλλά και από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν αλλάξει πορεία, αυτό θα σημάνει ότι είχαν δίκιο όσοι υποστήριζαν ότι η επιλογή της εθνικιστικής υστερίας απέβλεπε κυρίως στο να κερδίσει τις ψήφους των ψηφοφόρων του ακροδεξιού κόμματος ΜΗΡ, οι οποίες του είναι απαραίτητες για να κερδίσει το δημοψήφισμα. Αν όχι, τότε η κρίση μπορεί να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Είναι τόσο πολλά τα ανοικτά μέτωπα για την Τουρκία την περίοδο αυτή που καθιστούν αναγκαίο ένα βαθμιαίο κλείσιμό τους. Διότι πέρα από την Ευρώπη –και κυρίως τη Γερμανία –φαίνεται ότι παρά την πρόσφατη επίσκεψη του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στην Αγκυρα το ρήγμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει ανοιχτό. Η διαμάχη για τη στήριξη των Κούρδων στην επίθεση κατά της Ράκας δεν έχει σταματήσει. Διότι αυτό που φοβάται η Τουρκία είναι ότι αν οι Κούρδοι αφεθούν να δράσουν ανεξέλεγκτα, τότε θα πετύχουν να δημιουργήσουν μια εκτεταμένη αυτόνομη περιοχή υπό τον έλεγχό τους στα νότια σύνορά της, ενισχύοντας έτσι τις επιθέσεις επί τουρκικού εδάφους του παράνομου ΡΚΚ. Το ρήγμα αυτό υποδηλώνει, λοιπόν, ότι η Τουρκία έχει πάψει να θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και του ΝΑΤΟ στην ευαίσθητη αυτή περιοχή ενώ έπαψε να αποτελεί το υπόδειγμα μιας μετριοπαθούς ισλαμικής χώρας που θα έπρεπε να ακολουθήσουν οι χώρες της Αραβικής Ανοιξης και η οποία κατέρρευσε ως χάρτινος πύργος, την ίδια περίοδο που η Τουρκία μετατράπηκε σε ένα αδίστακτο προσωποπαγές καθεστώς.

Γνωστό είναι εξάλλου ότι η πολιτική Ερντογάν εκδηλώθηκε κατά τον χειρότερο δυνατό τρόπο τόσο στο Αιγαίο με τις αλλεπάλληλες προκλήσεις σε όλα τα επίπεδα όσο και στο Κυπριακό, στην κρισιμότερη μάλιστα φάση της τελευταίας σειράς των διαπραγματεύσεων. Και είναι θετικό ότι ούτε η Αθήνα ούτε η Λευκωσία παρασύρθηκαν στην παγίδα της έντασης που έστησε η Τουρκία, με δεδομένο ότι δεν είχαν κανένα λόγο να ρίξουν νερό στον μύλο των σχεδίων της Αγκυρας και να παρασυρθούν σε μια εθνικολαϊκιστική αντιμετώπιση της κρίσης, όπως είχε συμβεί με τα Ιμια και τα γνωστά αποτελέσματα που ακολούθησαν. Και ευτυχώς, η ελληνική Δικαιοσύνη στάθηκε στο ύψος της με την απόφασή της να μην παραδώσει τους τούρκους αξιωματικούς. Μένει τώρα να δούμε πώς θα διαμορφωθεί το σκηνικό μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και αν θα μπορέσουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τις πρόσφατες αναταράξεις να εισέλθουν σε μια σχετικά ομαλή περίοδο όπως είχε επιχειρηθεί και στο παρελθόν. Μια τέτοια εξέλιξη, όπως είναι ευνόητο, θα επηρεάσει θετικά και την πορεία του Κυπριακού.