Ενα βασανιστικό ερώτημα απασχολεί αυτές τις ημέρες τις δυτικές πρωτεύουσες. Στην ωμή του εκδοχή, συνίσταται στο εξής: τι συμφέρει περισσότερο, να νικήσει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου ώστε να αισθανθεί ασφαλής και να σταματήσει τις προκλήσεις ή να υποστεί μια ταπεινωτική ήττα που θα σημάνει και την αρχή του τέλους της πολιτικής του σταδιοδρομίας;

Η απάντηση εξαρτάται φυσικά από το περιεχόμενο και το αντικείμενο του ρήματος «συμφέρει». Για έναν δημοκράτη, η τυχόν επικράτηση του τούρκου προέδρου θα είναι μια εξέλιξη βαθύτατα ανησυχητική. Ο άνθρωπος που έχει φιμώσει ή φυλακίσει κάθε ελεύθερη φωνή στη χώρα του, που αποκαλεί καθημερινά τους Γερμανούς «Ναζί» και την Ευρωπαϊκή Ενωση «φασιστική, αντιισλαμική και αντιτουρκική», που δεν δίστασε να πει σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ότι «η 16η Απριλίου είναι μια πολύ σημαντική ημερομηνία και αν καταστεί απαραίτητο, για την πατρίδα και για το μέλλον, έχουμε αρκετό αίμα να χύσουμε», θα αποκτήσει τον έλεγχο όλων των εξουσιών, καθώς και το δικαίωμα να ορίζει τους 12 από τους 15 δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Εκτός από την προεδρία θα αναλάβει και την ηγεσία της κυβέρνησης, ενώ η θητεία του θα παραταθεί ώς το 2029. Μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία, το διαζύγιο με τις δημοκρατικές πρακτικές θα επεκταθεί και στην Τουρκία.

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ. Εκτός από τις αρχές, όμως, υπάρχει όμως και η ρεαλπολιτίκ. Οι Κύπριοι, για παράδειγμα, εκτιμούν ότι αν νικήσει ο Ερντογάν θα καταστεί ευκολότερη η λύση του Κυπριακού. Το ίδιο επιχείρημα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποιος και για τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Η αποδυνάμωση του τούρκου προέδρου θα έχει επίσης ενδεχομένως επιπτώσεις και στην προσφυγική κρίση, αφού ο Ερντογάν δεν έχει πάψει να απειλεί ότι, αν στριμωχτεί, θα ανοίξει τα σύνορα.

Ο ίδιος, πάντως, πιστεύει ότι την ώρα που οι χριστιανοί θα ολοκληρώνουν τον γιορτασμό του Πάσχα, εκείνος θα ξεκινά τους πανηγυρισμούς για την περιφανή του νίκη. Και θα μπορέσει στη συνέχεια να προχωρήσει στην πολυπόθητη ρήξη με τον κεμαλισμό και στην αποκατάσταση της παλιάς, ισλαμικής, αυτοκρατορικής κληρονομιάς. Πρότυπό του είναι ο Αμπντούλ Χαμίτ Β’, ο οθωμανός σουλτάνος που κυβέρνησε την Τουρκία από το 1876 ώς το 1909 και έμεινε στην Ιστορία ως Κόκκινος Σουλτάνος για τη σκληρότητα του απολυταρχικού του συστήματος και τον τρόπο που κατέπνιξε τις εξεγέρσεις στην Κρήτη, στη Μακεδονία, στην Αρμενία.

Είναι αλήθεια πως η εποχή μας ευνοεί τον αυταρχισμό, τον λαϊκισμό και τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Είναι επίσης αλήθεια ότι η Τουρκία του Αμπντούλ Χαμίτ βρίσκεται σε άνοδο. Oπως σημειώνει όμως ο βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Κρίστοφερ ντε Μπελέγκ στο «New York Review of Books», ο επίδοξος νέος σουλτάνος της Τουρκίας, που περιφρονεί τους δημοκράτες και τις μειονότητες, δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι τον τελευταίο σουλτάνο οι δημοκράτες και οι μειονότητες τον ανέτρεψαν.