Αν υπάρχει ένας πραγματικός Survivor στη διεθνή σκηνή, αυτός δεν βρίσκεται σε κάποιο εξωτικό νησί αλλά στη Συρία –και είναι εγκληματίας πολέμου. Μήπως, όμως, αυτή τη φορά ο Μπασάρ αλ Ασαντ το παράκανε με τη χημική επίθεση που εξαπέλυσε το καθεστώς του στην επαρχία Ιντλίμπ; Μήπως αυτή τη φορά έσπρωξε την τύχη του στα άκρα; Ο σύρος δικτάτορας, υπενθυμίζει η «Γκάρντιαν», αρνείται την ευθύνη για την επίθεση με τοξικά αέρια στο Ιντλίμπ, όπως είχε αρνηθεί την ευθύνη και για την επίθεση με τοξικά αέρια τον Αύγουστο του 2013 κοντά στη Δαμασκό, από την οποία είχαν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από χίλιοι άμαχοι.
Ο Ασαντ υποτίθεται ότι είχε περάσει τότε την κόκκινη γραμμή που είχε χαράξει ο Μπαράκ Ομπάμα: ήταν η στιγμή που η πραγματοποίηση μιας ευρείας κλίμακας διεθνούς επέμβασης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ έφτασε τόσο κοντά όσο ποτέ άλλοτε στα έξι χρόνια της συριακής κρίσης. Ο πρώην αμερικανός πρόεδρος και το ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικανούς Κογκρέσο είχαν τελικά διστάσει, έπειτα και από την απροσδόκητα αρνητική ψήφο του βρετανικού Κοινοβουλίου. Ο Ασαντ αποδείχθηκε τότε επτάψυχος. Και κέρδισε μερικές ζωές ακόμη όταν η Μόσχα μπήκε πιο δυναμικά στο παιχνίδι της υποστήριξής του, διαμεσολαβώντας για την επίτευξη μιας συμφωνίας που θα προέβλεπε την καταστροφή του χημικού του οπλοστασίου.
Οπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, εκείνη η συμφωνία ήταν κενή περιεχομένου. Ο όρος για τη χρήση στρατιωτικής ισχύος που υποτίθεται ότι θα επέφερε η αθέτησή της δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ. Ο Ασαντ έκανε επιθέσεις με χημικά και εξακολουθούσε να αρνείται το προφανές. Δεν ήταν η πρώτη φορά: το 2005 είχε αρνηθεί ότι βρισκόταν το καθεστώς του πίσω από τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού του Λιβάνου και επικεφαλής της συριακής αντιπολίτευσης Ραφίκ Χαρίρι στη Βηρυτό. Παρά την άρνησή του, υποχρεώθηκε να αποσύρει τις δυνάμεις του από τον Λίβανο. Ηταν μια ταπείνωση αλλά και στρατηγική ήττα, που έκανε πολλούς να προβλέψουν την πτώση του. Εκαναν λάθος.
Λάθος έκαναν και όσοι πίστεψαν το 2011 ότι θα είχε την τύχη άλλων ηγετών που παρασύρθηκαν από το κύμα της Αραβικής Ανοιξης, όπως ο Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, ο Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη και ο Ζιν ελ Αμπιντίν Μπεν Αλι στην Τυνησία. Λάθος έκαναν και το 2015 όταν φαινόταν ότι βρισκόταν ένα βήμα πριν από την ήττα στον εμφύλιο πόλεμο. Δεν τον έχασε και δεν έχασε ούτε τη θέση του χάρη στη σθεναρή υποστήριξη που του προσέφεραν η Μόσχα και η Τεχεράνη. Η συμμαχία με τον Πούτιν τον βοήθησε εμμέσως να απαλλαγεί και από έναν άλλο εχθρό: την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν.
Ακόμη καλύτερα γι’ αυτόν, η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ του εξασφάλισε κι ένα είδος ανοχής από την Ουάσιγκτον. Ο νέος αμερικανός πρόεδρος έβλεπε στον δικτάτορα κάποιον που σε αυτήν τη φάση συνέβαλλε στην αναχαίτιση του Ισλαμικού Κράτους. Η αλήθεια είναι ότι η επίθεση της Τρίτης με τα χημικά άλλαξε τις διαθέσεις του Λευκού Οίκου –ο Τραμπ έκανε λόγο για «ύβριν απέναντι στην ανθρωπότητα». Θα αλλάξει, όμως, και η στάση του; Θα κάνουν τώρα οι ΗΠΑ αυτό που δεν έκαναν με τον Μπαράκ Ομπάμα; Τίποτα δεν φαίνεται λιγότερο πιθανό. Ο Τραμπ είναι αντιμέτωπος με το ίδιο δίλημμα που ήταν και ο Μπαράκ Ομπάμα σχετικά με την επόμενη ημέρα της επέμβασης –τα παραδείγματα του Αφγανιστάν και του Ιράκ είναι ζωντανά. Επιπλέον, μια επέμβαση στη Συρία θα συγκρουόταν με το δόγμα «Η Αμερική πρώτα» που έχει διαφημίσει τόσο ο αμερικανός πρόεδρος, ενώ θα δημιουργούσε πρόβλημα στη σχέση του με τη Ρωσία και σύγχυση στην εκλογική του βάση.
Συμπέρασμα; Ο εγκληματίας πολέμου Μπασάρ αλ Ασαντ μπορεί να ζήσει για να βομβαρδίσει μια άλλη μέρα.