Ενα αδιάφορο παιχνίδι στην Τούμπα, δυο κουρασμένοι αντίπαλοι, ένας απαθής κόσμος και ένα αποτέλεσμα που ουδείς θα το θυμάται μέχρι το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης. Γιατί το απόγευμα της μέρας του Ιερού Νιπτήρος στον Μυστικό Δείπνο της Λεωφόρου όλα θα είναι διαφορετικά απ’ ό,τι ήταν χθες Κυριακή των Βαΐων.
Ολα είχαν τελειώσει πριν αρχίσουν χθες στην ανοιξιάτικη Θεσσαλονίκη. Ο Ολυμπιακός είναι πρωταθλητής (ένας βαθμός τού λείπει) ο ΠΑΟΚ και ο Παναθηναϊκός είχαν κλείσει θέση στα πλέι οφ και ένα ματς-αγγαρεία που έπρεπε να γίνει έγινε. Η στατιστική ιστορία θα ασχοληθεί με το 3-0.
Ο Ολυμπιακός πήγε, είδε, έχασε την ευκαιρία να πάρει το 44ο στην πόλη με τον Πύργο του Ρολογιού που έδειχνε ότι η στέψη αργεί για ένα ματς ακόμη.
Η ΑΕΚ έσπασε πέντε σταμνιά στο κεφάλι της Κέρκυρας λίγα 24ωρα πριν από την πρώτη Ανάσταση στο Λιστόν, αλλά τούτο δεν ισοδυναμεί με ανάσταση της ΑΕΚ, που το απόβραδο της Μεγάλης Πέμπτης, την ώρα του «εξέδυσαν με τα ιμάτια μου», θα πασχίζει να ντυθεί φαβορί για πρόκριση στον τελικό του Κυπέλλου μέσα σε ένα (σίγουρα) κολασμένο Γ. Καραϊσκάκης.
Αρα, θα τα ξαναπούμε και σύντομα· σε έναν Γολγοθά και για τους τρεις «μεγάλους» που ο καθένας τους αγωνιά να αποδείξει ότι μπορεί να βρεθεί εκ δεξιών του μεσσία (πρωταθλητή) του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Κι από την άλλη, προπονητές υπηρεσιακοί όπως ο Λεμονής και ο Φαράντος (του Λεβαδειακού) τάζουν λαμπάδες και ετοιμάζονται να συρθούν κάτω από τον Επιτάφιο, για να τους σπλαγχνιστεί ο Θεός και να συνεχίσουν να εργάζονται στις ομάδες τους.
Γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι και σκοτεινοί κι οι «σταυρώσεις» περισσότερες από τις εισόδους μετά Βαΐων στα Ιεροσόλυμα. Κι έτσι τελειώνουν οι ωραίες ιστορίες κι έρχεται ένας ξένος και πιάνει τη θέση αυτού που αγαπάει ως οπαδός τον πάγκο. Και φθάνει η στιγμή του αποχωρισμού.
Πάντοτε σε μια υποχρεωτική ή κατ’ ανάγκην αποχώρηση, η σιωπή είναι ο πιο βροντερός αποχαιρετισμός. Τα πολλά και (συνήθως) αστόχαστα λόγια είναι απόδειξη μικροψυχίας και ήττας, τίποτα περισσότερο. Τούτες τις μέρες των Παθών δυο πρόσωπα κυριαρχούν: ο Ιησούς και ο Ιούδας. Ο πρώτος ανεστήθη όπως λένε. Για τον δεύτερο; «Τι κι αν έδωσε το τελευταίο φίλημα –ο πυρετός τού έκαιγε στο στόμα. Τι κι αν τ’ αργύρια ομορφαίνουν τη ζωή –ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση», διά πένας Ν. Α. Ασλάνογλου!