Τοπρώτο έργο τηςdocumenta14 που βλέπει κανείς όταν μπαίνει στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι ένα μεγάλο καφάσι με ελιές. Εχει φιλοτεχνηθεί από μια καλλιτέχνιδα εξ Αργεντινής, την 74χρονη Μάρτα Μινουχίν, που προτείνει να δώσουμε το περιεχόμενο στη Μέρκελ για να αποπληρώσουμε το εξωτερικό μας χρέος. Σκηνοθέτησε μάλιστα και μια περφόρμανς, όπου μια ηθοποιός που υποδύεται την καγκελάριο –και της μοιάζει! –καλείται να δεχθεί τις ελιές και να σβήσει το χρέος.

Δεν είναι κακή ιδέα. Αρεσε στους επισκέπτες που συνέρρευσαν στα εγκαίνια κι έσπευδαν να βγάλουν σέλφι δίπλα στο έργο. Αρεσε στην υπουργό Πολιτισμού, που είπε στη Μινουχίν ότι «η ουτοπία του σήμερα είναι η πραγματικότητα του αύριο». Θα αρέσει σίγουρα και στον Πρωθυπουργό μας, που κάποια παρατήρηση θα κάνει με το καταλυτικό του χιούμορ όταν με το καλό επισκεφθεί το μουσείο. Μένει να πειστεί η Μέρκελ. Αλλά τι σκαμπάζει αυτή από τέχνη;

Η αλήθεια είναι πως η τέχνη μπορεί να ενώνει τους λαούς, αλλά δεν είναι αρμόδια και για την επίλυση των οικονομικών τους προβλημάτων. Φίλος της Ελλάδας και παντρεμένος με την ελληνίδα χορογράφο Αλεξάνδρα Μπαχτσετζή, ο πολωνός καλλιτεχνικός διευθυντής της έκθεσης Ανταμ Σίμτσικ ενδεχομένως να ήθελε με το έργο αυτό να στείλει ένα μήνυμα σεβασμού και αλληλεγγύης σε μια δοκιμαζόμενη κοινωνία. Γι’ αυτό άλλωστε επέλεξε και τον τίτλο «Μαθαίνοντας από την Αθήνα». Κάπου εδώ όμως σταματούν οι συμβολισμοί. Η documenta 14 είναι μια πολύ σημαντική και πολυεπίπεδη έκθεση για να εξαντληθεί σε αντιμνημονιακά συνθήματα. Ή σε κορόνες για τον «πολιτικό και κοινωνικό πόλεμο που προκαλεί παγκοσμίως η νέα οικονομική ηγεμονία».

Ο «σουπερστάρ των επιμελητών», όπως αποκάλεσαν οι «New York Times» πριν από μερικά χρόνια τον Σίμτσικ, μισεί έτσι κι αλλιώς τις απλουστεύσεις. Η πρώτη αποστολή που του ανατέθηκε, σε ηλικία μόλις 20 ετών, ήταν να βοηθήσει στην οργάνωση ενός πρωτότυπου πρότζεκτ στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης της Βαρσοβίας: έπρεπε να αναλυθούν τα χημικά και μικροβιολογικά συστατικά του ιερού νερού από το προσκύνημα της Τσεστοχόβα για να διαπιστωθεί αν διέφερε από το κανονικό νερό. Κατάλαβε τότε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι δεν υπάρχουν θαύματα. Και δεύτερον, ότι οι νέοι και άγνωστοι καλλιτέχνες χρειάζονται ενθάρρυνση για να αναδειχθούν.

Αυτή την αρχή ακολούθησε και στην έκθεση που για πρώτη φορά μοιράστηκε σε δύο πόλεις, το Κάσελ και την Αθήνα. Ο επισκέπτης δεν καλείται να θαυμάσει διάσημα έργα, αλλά να σκεφτεί με αφορμή πρωτότυπα εκθέματα, όπως είναι οι πίνακες του Χίτλερ πάνω στους οποίους είναι γραμμένα ονόματα ομοφυλόφιλων θυμάτων του. Οπως είπε άλλωστε κι ο ίδιος ο Σίμτσικ σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Εφη Φαλίδα, «η τέχνη δεν κάνει συναισθηματική διαχείριση του κοινού. Κινητοποιεί τον κόσμο να σκέφτεται ελεύθερα».

Τελικά, οι περίφημες ελιές μάλλον παραπλανούν, παρά καθοδηγούν.