Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι μια πολύπαθη υπόθεση για τη σημερινή κυβέρνηση. Από την πλήρη δαιμονοποίησή τους, προ 2015, σήμερα έχουμε περάσει στην «επώδυνη» αποδοχή τους ως βασικού και απαρέγκλιτου αναπτυξιακού όρου για τη χώρα. Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμη και τώρα οι κυβερνώντες με τη γνωστή παρελκυστική τακτική τους συνεχίζουν το πρωί να ξορκίζουν τις ιδιωτικοποιήσεις –βλέπε και τις χθεσινές δηλώσεις του Πρωθυπουργού ότι η ενέργεια και το νερό θα μείνουν στο κράτος –και το βράδυ να συμβιβάζονται με αυτές. Κι όμως σε μια οικονομία και μια χώρα πτωχευμένη, οι αποκρατικοποιήσεις διατηρούν στρατηγικό ρόλο και θέση για μια πορεία ανάπτυξης.
Μακριά από τις εύκολες ρητορείες περί ξεπουλήματος έχουμε πρόσφατα παραδείγματα όπου συμπράξεις κράτους και ιδιωτών, ή εν πάση περιπτώσει παραχωρήσεις σε ιδιώτες ήταν επιτυχείς και διαμόρφωσαν ευνοϊκό περιβάλλον που συνέβαλε σε υγιή ανταγωνισμό. Το παράδειγμα του ΟΤΕ είναι χρακτηριστικό, ενώ και η παρουσία της COSCO ενισχύει τα παραπάνω.
Ολα αυτά με αφορμή τη χθεσινή ολοκλήρωση της παραχώρησης των 14 περιφερειακών αεροδρομίων στη Fraport που συντελέσθηκε με την καταβολή του ανάλογου τιμήματος στο ΤΑΙΠΕΔ. Δεν έχει σημασία αν συνομολογήθηκε ή τελικώς υπογράφηκε με «πόνο και δάκρυα» από τη σημερινή κυβέρνηση. Σημασία έχει πως η όλη διαδικασία και η απαιτούμενη επιτάχυνσή της είναι επείγουσες για έναν τόσο κρίσιμο τομέα όπως είναι αυτός της διαμετακόμισης, μετακίνησης, μεταφορών σε μια χώρα με μονομερή σχεδόν προοπτική στον τουρισμό. Μακριά από ιδεοληψίες, η ανάταξη της οικονομίας είναι αυτή που σήμερα επείγει.