«Ετούτη η εποχή δεν είναι για ανιστόρηση» έχει γράψει ένας σημαντικός, εντελώς άδικα ξεχασμένος ποιητής, ο Γιώργος Σαραντής. Και όπως έχει προσθέσει ένας ποινικός κρατούμενος στις φυλακές της Κέρκυρας, τη δεκαετία του ’60, γράφοντας στον τοίχο του κελιού του: «Τα χρηστά σου τα κάνανε άχρηστα και τα άχρηστα χρηστά και δεν εστοχαστήκανε οι αστόχαστοι ότι η έκφραση χρηστά εστί Χριστός». Αναρωτιέται κανείς σε πόσων ανθρώπων το μυαλό θα γεννήθηκαν παρεμφερείς σκέψεις, διαβάζοντας τον περασμένο Νοέμβριο στις εφημερίδες ότι «το παλάτι του Κένσιγκτον θα φιλοξενήσει στις αρχές του 2017 έκθεση που θα ζωντανεύει τη σχέση της πριγκίπισσας της Ουαλίας Νταϊάνας με τη μόδα, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από τον θάνατό της».
Οσον αφορά τους εμπνευστές της έκθεσης ή τους επιγόνους της πριγκίπισσας που συναινούν στη διοργάνωσή της, τη δουλειά τους κάνουν, αφού συνεχίζουν να κρατάνε ζωντανό έναν «μύθο», που αν είχε λείψει σε τίποτε, μα σε τίποτε απολύτως, δεν θα είχε ζημιωθεί η ανθρωπότητα. Αντίθετα, θα είχε ωφεληθεί τα μέγιστα, αφού στην πραγματικότητα θα είχε υποστεί μια καταπίεση λιγότερη, όπως είναι κάθε «σχέση» που επιβάλλεται και αναδεικνύει σε πρόσωπα επιθυμητά και δημοφιλή, άτομα κυριολεκτικά τυχάρπαστα. Τυχάρπαστα ακριβώς γιατί μεταβάλλουν τη συγκυρία που τα φέρνει στο προσκήνιο σε κάτι κατακτημένο από πλευράς τους. Θα είχαμε, δηλαδή, κάθε λόγο να επιχαίρουμε για ένα ψέμα λιγότερο καθώς δεν θα διέθεταν την ευχέρεια να μας φλομώνουν με φούμαρα του τύπου «η πριγκίπισσα, η αγαπημένη του λαού» και «η προστάτιδα των παιδιών», τόσο προστάτιδα ώστε την τεράστια περιουσία της να την έχει κληροδοτήσει αποκλειστικά στα παιδιά της.
Ο κυριότερος όμως προβληματισμός που αισθάνεται κανείς να του προκαλείται είναι πόσο ρηχοί, άδειοι και ανυποψίαστοι θα πρέπει να είναι όσοι ενδέχεται να ενδιαφερθούν για μια έκθεση-παρακαταθήκη ενός ανθρώπου –ακόμη και πριγκίπισσας –ώστε να φροντίζει, όσο ζούσε η ίδια, ή να φροντίζουν οι άλλοι, ενώ έχει φύγει, τα ρούχα της ως τεκμήρια μιας εποχής. Σάμπως και να μην υπήρξαν ταυτόχρονα με την πριγκίπισσα και με ό,τι συνέβαινε να φοράει γεγονότα καθαυτό συγκλονιστικά, που η ανάμνησή τους θα έπρεπε να κάνει αυτόματα αντιπαθητικό, γελοίο και αποκρουστικό καθετί που, αν και ευτελές, θα απέβλεπε να διεκδικήσει μια εξίσου βαρύνουσα, με τα γεγονότα αυτά, θέση.
Η ευρύτατα ωστόσο ηθική παράμετρος του προβλήματος που θίγουμε δεν παύει να παραμένει άλλη. Αφορά κυρίως τα εκατομμύρια των ανθρώπων που θα συμβεί να ενδιαφερθούν για την έκθεση αυτή. Πόσο αναξιοπρεπής μπορεί να είναι κανείς ώστε να ενδιαφέρεται για ένα άτομο, όπως η πριγκίπισσα Νταϊάνα, που ακόμη κι αν τύχαινε να πληροφορηθεί την ύπαρξή του, θα την αντιλαμβανόταν ως ενόχληση και μόνο.