Η υπόθεση είναι απλή. Οι τράπεζες που έχουν δανείσει τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη μόνον έναν τρόπο έχουν να διασφαλίσουν το συμφέρον των μετόχων τους: να κρατήσουν τα Μέσα του Οργανισμού σε λειτουργία. Οχι βεβαίως με νέα χρηματοδότηση. Αλλά επιτρέποντας στην επιχείρηση να διοχετεύει τα τρέχοντα έσοδά της στις ζωτικές της ανάγκες –δαπάνες λειτουργίας, εκτύπωσης και μισθοδοσίας.
Αυτό το αυτονόητο συμφέρον εξυπηρετεί και η δικαστική απόφαση που προκάλεσαν οι ίδιες οι πιστώτριες τράπεζες και έχει ήδη εδώ και λίγες μέρες θέσει τον ΔΟΛ υπό καθεστώς ειδικής διαχείρισης –αποσπώντας τον από την προηγούμενη ιδιοκτησία του.
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, όμως, κυοφορούνται στο παρασκήνιο σχέδια στραγγαλισμού του ΔΟΛ. Σχέδια για να διακοπεί τεχνητά η ρευστότητά του. Σχέδια που αντιβαίνουν όχι μόνο στο συμφέρον και στη λογική, αλλά και στις νομικές υποχρεώσεις που έχουν οι διοικήσεις των τραπεζών έναντι των μετόχων τους. Η ανήθικη πίεση είναι προφανές από πού εκπορεύεται.
Οι αναγνώστες των «ΝΕΩΝ» και του «Βήματος» είναι βεβαίως πολύ ενήμεροι και μπορούν να κρίνουν ποιος θα είχε να ωφεληθεί από τη βίαιη διακοπή της εκδόσεως των εφημερίδων –τώρα που έχουν φτάσει ένα βήμα πριν από την οικονομική τους εξυγίανση.
Οι αναγνώστες μας ξέρουν ποιοι από την αρχή, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την οικονομική κατάσταση του ΔΟΛ, επεδίωκαν την αλλοίωση της δημόσιας σφαίρας μέσω της βύθισης δύο πυλώνων ενημέρωσης που δεν υπόκειντο στον πολιτικό τους έλεγχο.
Η τρέχουσα εξουσία δεν έκρυψε ποτέ τις προθέσεις και τα σχέδιά της. Σε αυτούς τους μεταμοντέρνους λογοκριτές προστέθηκε στην πορεία και ο ασύμμετρος πόλεμος συμφερόντων που επιχειρεί ενίοτε να εκμεταλλευθεί τις εξελίξεις.
Οι αναγνώστες των «ΝΕΩΝ» ξέρουν. Αλλά η υπόθεση δεν αφορά μόνο τους αναγνώστες μας. Αφορά πρωτίστως την ελευθεροτυπία και τη Δημοκρατία. Η Ελλάδα (ευτυχώς) δεν είναι Βενεζουέλα.