Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου αγόραζα τουλάχιστον μια εφημερίδα την ημέρα. Ξεκίνησα με μια μη οπαδική αθλητική της εποχής. Μάλιστα τότε στο επαρχιακό γαλατικό χωριό που ζούσα δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί «οι νόμοι της αγοράς» και το Πρακτορείο Εφημερίδων έστελνε μια εφημερίδα, αντί δυο που ήσαν οι ενδιαφερόμενοι. Έτσι εγώ και ένας συμμαθητής μου από την στιγμή που κτυπούσε το κουδούνι της τελευταίας ώρας στο σχολείο, επιδιδόμασταν σ’ ένα αγώνα δρόμου για το ποιος θα φτάσει πρώτος στο περίπτερο για να αρπάξει το «πολυπόθητο» έπαθλο. Λαχάνιαζα για να αγοράσω την εφημερίδα. Αυτό κάνω και τώρα, λαχανιάζω και αγωνιώ για το μέλλον του σοβαρού έντυπου λόγου.
Μετά τη σύντομη «αθλητική μου περίοδο» σχεδόν πάντοτε αγόραζα καθημερινά τουλάχιστον μια πολιτική εφημερίδα. Εδώ και τρεις δεκαετίες, πολλά χρόνια πριν οι άνθρωποι αυτών των εφημερίδων συναινέσουν στην αρθρογραφική και βιβλιοκριτική παρουσία μου σ’ αυτές, κρατώ πάντα τις δυο εφημερίδες. Τις αγόραζα ακόμη και στην περίοδο του διαδικτύου, ακόμη και στην περίοδο της δίχρονης συμμετοχής μου στο facebook. Δεν φοβάμαι την αναζήτηση στο διαδίκτυο, φοβάμαι όμως το ανεξέλεγκτο μίσος που κυκλοφορεί εκεί. Πάντα υποστήριζα τη δυνατότητα της «επιλεκτικής διαλογής» και «αναγνωστικής υποχρέωσης» που προσφέρει ο έντυπος λόγος σε σχέση με την «αναγνωστική ελαφρότητα» και -το λιγότερο- το «χάσιμο χρόνου» που προσφέρει το με «φιλτραρισμένες» επιλογές διαδίκτυο. Όταν μάλιστα ο έντυπος λόγος εκπροσωπείται από δυο εφημερίδες σαν τα Νέα και το Βήμα, τότε η γνώση δένει με την κριτική σκέψη και την αισθητική απόλαυση.
Δεν είμαι «ένας ήρωας των καιρών μας», ούτε καν, ίσως, «ένας άνθρωπος της εποχής», αλλά εξακολουθώ να θέλγομαι ως αναγνώστης αλλά και ως αρθρογράφος από τον έντυπο λόγο. Αυτό όμως είναι ένα δικό μου ζήτημα και «περί ορέξεως»… Αλλού είναι σήμερα το ζήτημα.
Πολλές φορές θεώρησα ως υπερβολική ίσως και απολιτική την κατηγόρια κατά της κυβέρνησής μας ότι προσομοιάζει με το καθεστώς Μαδούρο. Αυτή όμως η προσπάθεια «κύκλων της», αν και φοβάμαι όχι μόνο «κύκλων» να κλείσει ο ΔΟΛ, η κυβερνητική πίεση που ασκείται στις δανείστριες τράπεζες να κλείσουν τη μόνη κάνουλα ρευστότητας- αυτή των εσόδων από τις πωλήσεις που καλύπτουν τις δαπάνες λειτουργίας, εκτύπωσης και μισθοδοσίας- και η οποία δίνει τη δυνατότητα να τεθούν οι εφημερίδες σε εκκαθάριση εν λειτουργία, μάλλον μετατρέπει σε απολιτική τη δική μου άποψη.
Από το «δεν γίνονται τέτοια πράγματα εδώ» (Βενεζουέλα), πολύ φοβάμαι πως κινδυνεύουμε να φτάσουμε στο «μόνο τέτοια πράγματα γίνονται εδώ». Με ανησυχεί όμως και η απάθεια και η αδράνεια της αντιπολίτευσης που βλέπει τις ευκαιρίες να περνούν και δεν καταθέτει αυτή εδώ και τώρα ένα σχέδιο νόμου για τον Τύπο. Αν περιμένει να το κάνει η κυβέρνηση, σημαίνει ουσιαστικά πως θέλει να μη γίνει τίποτα. Αντιθέτως ο πρόχειρος και εύκολος κατηγορούμενος σε εποχές κρίσης οι πνευματικοί άνθρωποι, οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι από την πρώτη στιγμή στην πλειοψηφία τους στάθηκαν στο πλευρό των εφημερίδων και των εργαζόμενων και όχι του πρώην ιδιοκτήτη.
Σήμερα όμως είναι η ώρα των πολιτών και των αναγνωστών. Ο Καντ υποστήριζε ότι «η νομοθεσία εκείνη η οποία καθιστά μια πράξη καθήκον και συγχρόνως καθιστά το καθήκον τούτο ελατήριο, είναι ηθική», γι’ αυτό σήμερα η αγορά αυτών των εφημερίδων- έστω και αν όλα υπάρχουν στο διαδίκτυο- είναι μια πράξη που μετατρέπει το καθήκον των δημοκρατών να υπερασπιστούν τη δημοκρατία σε καθολικό ηθικό νόμο. Αν επομένως οι έλληνες δημοκράτες θέλουν να μετατρέψουν το καθήκον τους σε ηθική, πρέπει να δώσουν την απάντηση τους αγοράζοντας τις δυο εφημερίδες με ακόμη μεγαλύτερο φανατισμό. Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι πολλοί από εμάς που αυτοπροσδιοριζόμαστε ως δημοκράτες δεν κατανοούμε ακόμη ότι αυτή η αγορά είναι μια πράξης αντίστασης στο να γίνουμε Βενεζουέλα. Το «πληρώνω 1,30 ευρώ κάθε μέρα» είναι η δημοκρατική απάντηση στο αντιδημοκρατικό «δεν πληρώνω- δεν πληρώνω» που έφερε τον Μαδούρο (συγγνώμη τον κ. Τσίπρα) στην εξουσία.