Φαινομενικά τα δύο γεγονότα είναι άσχετα μεταξύ τους –τόσο άσχετα όση είναι η απόσταση που χωρίζει τους πρωταγωνιστές τους, τον Σον Σπάισερ και τον Χρήστο Σπίρτζη. Στην ουσία, όμως, συνδέονται μεταξύ τους. Οχι ασφαλώς ως προς το περιεχόμενο. Αλλά οπωσδήποτε ως προς τον τρόπο που ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου και υπουργός Υποδομών και Μεταφορών εργαλειοποίησαν την Ιστορία –ο ένας για να υποστηρίξει ότι ο Μπασάρ αλ Ασαντ είναι χειρότερος από τον Χίτλερ και ο άλλος για να αποδείξει ότι ο καπετάν Νικήτας ήταν καλύτερος απ’ όλους τους άλλους.
Αν ο Σπάισερ προσέφερε ένα δείγμα υπερβολικής ιστορικής άγνοιας με τη δήλωσή του ότι ο Χίτλερ δεν χρησιμοποίησε χημικά, ενώ είχε εξοντώσει με αέρια εκατομμύρια Εβραίους, ο Σπίρτζης φόρτωσε τη νέα εθνική οδό με υπερβολική δόση Ιστορίας περιφρονώντας ένα από τα βασικά της διδάγματα: ότι η ιστορική μνήμη δεν προσφέρεται για πολιτική εκμετάλλευση. Κι ότι ιστορική σπέκουλα σε μια χώρα που δυσκολεύεται να λύσει τις διαφορές της με το παρελθόν, ανατροφοδοτεί τον διχαστικό μανιχαϊσμό ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους, θύτες και θύματα, κερδισμένους και χαμένους.
Η ιστορική σύγκριση του Σπάισερ προκαλεί αίσθημα ασφυξίας. Η ονοματοδοσία του Σπίρτζη σε κάνει να ξεχνάς ότι ταξιδεύεις επιτέλους σε έναν ασφαλή αυτοκινητόδρομο –αισθάνεσαι ότι πνίγεσαι στο αίμα του καπετάν Νικήτα, του Νίκου Τεμπονέρα, του φοιτητή που άφησε την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο. Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα; Αλίμονο, να πλακώσουμε κι εδώ τις ίδιες αδαείς, ανόητες και ανιστόρητες συγκρίσεις με τον εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου.