Τη δεκαετία του 1980 το διαφημιστικό σλόγκαν «Με ένα άρλεκιν ξεχνιέσαι» για τα ροζ –με την καλή έννοια –μυθιστορήματα έστελνε κυρίως γυναίκες στα περίπτερα για να προμηθευτούν το αγχολυτικό τους, όπως αποκαλούνταν εκείνα τα βιβλία τσέπης. Στις ημέρες μας η φιλαναγνωσία έχει αντικατασταθεί ώς ένα βαθμό από την τηλεθέαση. Σημαντική μερίδα τηλεοπτικού κοινού αφιερώνει (ή μήπως ξοδεύει;) τουλάχιστον ένα τρίωρο ημερησίως στην παρακολούθηση προγραμμάτων με έντονο το στοιχείο του ανταγωνισμού.
Στην τρέχουσα τηλεοπτική σεζόν καταγράφονται συνολικά 13 προγράμματα με το στοιχείο της αναμέτρησης, της ανάδειξης ταλέντων πάσης φύσεως και του ριάλιτι, καθηλώνοντας χιλιάδες τηλεθεατές καθένα στην ώρα μετάδοσής του. Τέσσερις παραγωγές του είδους έχει στο οπλοστάσιό του ο Σκάι («Voice», «X-Factor», «Survivor», «Junior Music Star»), τρία ο Antenna («Rising Star», «So You Think You can Dance», «Your Face Sounds Familiar»), τρία ο Star («Blind taste», «Master Chef», «Shoping Star»), δύο ο Alpha («Κάτι ψήνεται», «Το καλύτερο ζευγάρι») και ένα ο Epsilon («Star Academy»). Κάποια έχουν προβληθεί ήδη, άλλα είναι σε εξέλιξη και ορισμένα είναι προγραμματισμένα για άμεση προβολή. Δημιουργείται η αίσθηση ότι, χονδρικά, η μισή Ελλάδα παίρνει μέρος στα προγράμματα αυτά και η άλλη μισή τα παρακολουθεί. Πού οφείλεται το φαινόμενο; Είναι μόδα που ήρθε –ή μήπως επέστρεψε –για να μείνει ή ως μόδα θα περάσει;
Πώς φτιάχνεται μια μόδα. Το στοιχείο του ανταγωνισμού είναι βασικό συστατικό του συγκεκριμένου είδους προγραμμάτων και το βλέπουμε ακόμα και σε τηλεπαιχνίδια γνώσεων συμφωνούν θεωρητικοί της τηλεόρασης, της επικοινωνίας, της κοινωνιολογίας των ΜΜΕ και άνθρωποι της τηλεόρασης. Το έχουμε δει στο παρελθόν με το «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος» και στις μέρες μας με τη μετεξέλιξή του σε «Hot seat» ή στο «Deal» όπου ο εκάστοτε παίκτης αναμετράται με τον «αόρατο» τραπεζίτη», λένε. «Πρέπει να δούμε τις εκπομπές αυτές μέσα στο περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται, τις συνθήκες και το πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας των ΜΜΕ, της τηλεόρασης ειδικότερα» θέτει κατ’ αρχήν το περίγραμμα ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, λέκτορας Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, στον τομέα Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). «Πολλές φορές, υποτιμούμε τη μηχανική της τηλεοπτικής παραγωγής, δεν αναλογιζόμαστε τι κοστίζει, πώς φτιάχνεται ένα τηλεοπτικό προϊόν ή μια μόδα. Τείνουμε συχνά να μεταφράζουμε τα πράγματα με μια γλώσσα κοινωνιολογική, που μπορεί να μη χρειάζεται τη δεδομένη στιγμή. Τα πράγματα δηλαδή μπορεί να είναι πιο απλά και να σχετίζονται με τα οικονομικά μεγέθη, με το σε εκκρεμότητα θέμα των αδειοδοτήσεων και ώς ένα βαθμό να σχετίζονται και με την οικονομική κρίση που περνά εδώ και ενάμιση χρόνο η τηλεόραση».
Η μαγειρική. «Μέσα στην κρίση αναπτύχθηκε το είδος προγραμμάτων και στην πρώτη περίοδο της οικονομικής ύφεσης αναπτύχθηκαν σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τη μαγειρική. Το τηλεπαιχνίδι ταυτίστηκε με το παιχνίδι της μαγειρικής, ενώ τώρα βλέπουμε να επιστρέφει το πρόγραμμα με το στοιχείο του ριάλιτι» προσθέτει στη συζήτηση ο Βασίλης Βαμβακάς, επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). «Αυτό που έχει σημασία να τονιστεί, είναι ότι ένα μέρος της κοινής γνώμης είχε αντιδράσει, είχε ασκήσει κριτική στα ριάλιτι και αποδείχθηκε τότε, τη δεκαετία του 2000, ότι τέτοια προγράμματα δεν είχαν δυναμική. Αρχικώς είχαν ενδιαφέρον, στην πορεία όμως ξεθύμαναν. Το πρώτο “Survivor” του Mega είχε ενδιαφέρον, το οποίο όμως υποχώρησε το ίδιο γρήγορα όπως αναπτύχθηκε» συμπληρώνει. Πράγματι το πρώτο «Survivor» του 2003 ολοκληρώθηκε σε 29 επεισόδια, το επόμενο αναπτύχθηκε σε 42, το τρίτο με τον ιντριγκαδόρικο τίτλο «Ελλάδα – Τουρκία» έκανε τον κύκλο του σε 27 επεισόδια και το τέταρτο («Παταγονία: στην άκρη της Γης») ολοκληρώθηκε σε μόλις 16 επεισόδια.
Ο Βασίλης Βαμβακάς δεν παραγνωρίζει την οικονομική παράμετρο. «Η πολιτική οικονομία των μίντια έχει σημασία. Το κόστος παραγωγής προγράμματος συναρτάται από την οικονομική κρίση και τα τηλεοπτικά πράγματα. Αναγκάζει τους σταθμούς να επιστρέφουν σε προγράμματα χαμηλού κόστους τηρουμένων των αναλογιών, όπως αυτά που έχουν το στοιχείο του ανταγωνισμού, του ριάλιτι, από το να παράγουν ελληνικές σειρές μυθοπλασίας».
«Εχουμε την επιστροφή όλων αυτών των παιχνιδιών που αν και διαφορετικά μεταξύ τους, έχουν κοινό στοιχείο την εγκατάλειψη της ιδέας ότι μπορούμε να φτιάξουμε μυθοπλασία και μάλιστα υψηλής ποιότητας» επισημαίνει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος.
Με την παρατήρηση του πανεπιστημιακού συμφωνούν και προβεβλημένα στελέχη καναλιών. «Εχει υποχωρήσει η μυθοπλασία –βαρόμετρο αποτελεί το Mega και λόγω της απουσίας του σε επίπεδο παραγωγής –παρά το γεγονός ότι Antenna και Alpha έχουν αμφότερα περισσότερη μυθοπλασία σε σχέση με την περσινή σεζόν. Αν πρέπει να μιλήσουμε για τηλεοπτικά φαινόμενα, αυτά είναι η ανυπαρξία προγράμματος και η απουσία εναλλακτικών και ότι επίσης ένα κανάλι, ο Σκάι, ανέτρεψε το προφίλ του και ανέπτυξε ανισομερώς το ψυχαγωγικό πρόγραμμά του» αναφέρει άνθρωπος της τηλεόρασης σε επιτελικές θέσεις καναλιών.
Η σύγκλιση. Για τηλεοπτική σύγκλιση κάνει λόγο ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. «Εχουμε τη σύζευξη τηλεπαιχνιδιών και ριάλιτι. Η απήχηση που έχουν οφείλεται στο ότι κάποιοι δηλώνουν συμμετοχή για να παίξουν, να φανούν, να βιώσουν τη γουορχολική ρήση για τα 15 δευτερόλεπτα δημοσιότητας ή για να βρουν μια διέξοδο στη φαντασίωσή τους ότι μπορεί να γίνουν κάτι. Είμαστε κι εμείς που τα παρακολουθούμε διότι δεν υπάρχει άλλη σοβαρή πρόταση ως αντιστάθμισμα. Για τα κανάλια είναι προγράμματα που, παρά το κόστος τους, είναι φθηνά και φέρνουν τηλεθέαση και διαφήμιση. Για παράδειγμα, το “Voice” αρχικά, το Rising Star” ή το “Survivor” –ειδικά αυτό –καλύπτουν ή “γεμίζουν” ένα τρίωρο τηλεοπτικού χρόνου, το κόστος του οποίου θα ήταν πολύ ακριβότερο αν καλυπτόταν από μυθοπλαστικό πρόγραμμα» θεωρεί ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος.