Χρήστος Καρράς, γενικός διευθυντής της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση

Την κίνηση του κόσμου
Για την documenta 14 σίγουρα μπορεί κανείς να σκεφτεί και να γράψει πολλά: τι σημαίνει «μαθαίνω», πώς ακριβώς αντικατοπτρίζεται η καλλιτεχνική πραγματικότητα της Αθήνας; Πώς ενέπλεξε η διοργάνωση την πόλη γενικότερα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας; Εχει σημασία τελικά η Αθήνα ή αποτελεί απλώς δείγμα νότιας πόλης, έναν κοινωνικό και οικονομικό αντίποδα της Γερμανίας; Και άλλα ακόμη. Αυτή τη στιγμή όμως ξεκίνησε και πρέπει να δούμε, να ζήσουμε και να κρίνουμε το περιεχόμενό της, κάτι για το οποίο είναι ακόμη νωρίς. Κρατάω λοιπόν την πολύ όμορφη αίσθηση της κίνησης τόσου κόσμου σε όλη την Αθήνα, κόσμου που ήρθε για την εμπειρία της σύγχρονης δημιουργίας και όχι της αρχαιότητας. Κρατάω τη σημασία να είναι στο επίκεντρο χώροι όπως η ΑΣΚΤ και το Ωδείο, αλλά και να πηγαίνουν επισκέπτες και Αθηναίοι στη Κοκκινιά για παράδειγμα. Κρατάω και το πολύ πλούσιο «παράλληλο» πρόγραμμα που προτείνουν φορείς οι οποίοι δεν συμμετέχουν στην documenta, αλλά συμμετέχουν στην καλλιτεχνική ενεργοποίηση της πόλης. Τέλος, κοιτώντας στο άμεσο μέλλον, αισθάνομαι την αγωνία για το κατά πόσο θα καταφέρουμε να κρατήσουμε κάτι από την ενέργεια αυτή όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος της documenta και να ενισχύσουμε τις όποιες προσπάθειες θεσμικών συνεργασιών προέκυψαν.
Πάνος Δραγώνας, αρχιτέκτονας,

Πανεπιστήμιο Πατρών

Μια αφήγηση

για την κρίση

Το αφήγημα που θέλει την Αθήνα να αποτελεί το νέο Βερολίνο έφτασε στην κορύφωσή του. Η πόλη φιλοξενεί μια σπουδαία εικαστική έκθεση γερμανικής καταγωγής και διοργάνωσης, με κυρίαρχη την παρουσία του γερμανόφωνου ακροατηρίου. Κατά την τελευταία οκταετία η Αθήνα μετατράπηκε σε δημοφιλή προορισμό, ένα αντιπαράδειγμα απέναντι στις κορεσμένες, υπερεξευγενισμένες, παραδοσιακές μητροπόλεις. Η Αθήνα έγινε ελκυστική ως μια ιδιόμορφη πόλη με στοιχεία αυθεντικότητας, χαοτική αλλά στοιχειωδώς λειτουργική, απρόβλεπτη αλλά όχι πραγματικά επικίνδυνη, ιδανική να προσφέρει στέγη στους νέους ανήσυχους εκπροσώπους της διεθνούς δημιουργικής τάξης. Η documenta συνέβαλε στη δημιουργία αυτού του αφηγήματος αλλά και στην αξιοποίησή του. Χρησιμοποίησε την Αθήνα ως ιδανικό σκηνικό προκειμένου να ξεδιπλώσει μια αφήγηση γύρω από την κρίση του δυτικού κόσμου, τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, τα ζητήματα ταυτότητας και τις διαφορετικές εκφάνσεις της περιόδου της όψιμης παγκοσμιοποίησης. Η ίδια η Αθήνα επωφελείται από αυτή την ευκαιρία. Η τοπική εικαστική σκηνή, οι νεαροί καλλιτέχνες και οι αθηναϊκές γκαλερί αποκτούν εμπειρίες και διασυνδέσεις. Η Αθήνα της documenta αναπτύσσεται μέσα από τα πολυάριθμα Airbnb καταλύματα που δίνουν νέα ζωή στα μικρά διαμερίσματα των γερασμένων πολυκατοικιών ανάμεσα στο ΕΜΣΤ και στο Μουσείο της Ακρόπολης. Η αθηναϊκή κοινωνία ανακαλύπτει το εσωτερικό δύο εμβληματικών κτιρίων, τους εντυπωσιακούς χώρους του κακοποιημένου εργοστασίου Φιξ και τα συγκλονιστικά υπόγεια του Ωδείου Αθηνών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αθήνα κερδίζει από την documenta. Το ερώτημα είναι αν μαθαίνει και κάτι από αυτή.
Διονύσης Καββαθάς, καθηγητής

Φιλοσοφίας και Αισθητικής

των Μέσων, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Ξένοι στον τόπο μας

και θαυμαστές του

«Μαθαίνοντας από την Αθήνα». Ο τίτλος της έκθεσης δεν ισχύει μόνο για τους διοργανωτές και τους επισκέπτες της από την αλλοδαπή που, ίσως, επιθυμούν να συνδυάσουν μια τουριστική θεώρηση (sight seeing) με την καλλιτεχνική μοντελοποίηση των βιωμάτων τους. Ισχύει κυρίως για όλους εμάς τους γηγενείς και αυτόχθονες, που θεωρούμε την Αθήνα και τους τόπους της οικείους και γνωστούς, τρόπον τινά «ιερούς». Να, όμως, που ένα μεγάλο καλλιτεχνικό συμβάν, το οποίο μετατρέπει την Αθήνα σε urbi et orbi (πόλη και οικουμένη), μας καλεί να απελευθερώσουμε μέσα μας ό,τι έχει συγκαλυφθεί από τα πέπλα της συνήθειας και των ασυνείδητων κανόνων της. Η διεσπαρμένη στην πόλη της Αθήνας περιβόητη έκθεση μπορεί, εφόσον ακολουθήσουμε το συνθηματικό της κάλεσμα, να μας καταστήσει ξένους στον ίδιο μας τον τόπο και έτσι εκ νέου θαυμαστές του. Ας θυμηθούμε, μαθαίνοντας από τον γερμανό ποιητή Χέλντερλιν, ότι το δυσκολότερο έργο για μας τους μοντέρνους είναι η «ελεύθερη χρήση» του προσίδιου και εθνικού στοιχείου. Η βεβήλωσή του είναι ωστόσο αυτή που απενεργοποιεί τους μηχανισμούς και τους κανονισμούς της εκάστοτε εξουσίας να εντάσσει τα πάντα σε «ιερούς» σκοπούς και αυτή που «επιστρέφει στην κοινή χρήση τους χώρους που εκείνη είχε κατασχέσει» (Αγκάμπεν). Μόνο όταν βεβηλώνουμε την Αθήνα, προσφέροντάς τη στους ξένους και σε εμάς σε νέα, μη ωφελιμιστική χρήση, τότε, ίσως, μαθαίνουμε από αυτήν.
Ιρις Λυκουριώτη, αρχιτέκτονας,

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Την «ηττημένη» Αθήνα
Είδα την έκθεση στο Ωδείο Αθηνών, ο χώρος του οποίου είναι εξαιρετικά δυνατός μουσειολογικά και βοηθάει πολύ τη διεξαγωγή εκθέσεων και περφόρμανς. Του ταιριάζει η πολυκοσμία και η πολυλειτουργικότητα, η αυστηρότητά του επιζητά τη φεστιβαλική πολυκοσμία, οι αενάως ημιτελείς χώροι του είναι πάντοτε γοητευτικοί τοποθετώντας μας ανάμεσα στη νοσταλγία και στην προσδοκία για ένα μέλλον. Τα μουσικά έργα κλέβουν την παράσταση, τα εικαστικά έργα είναι, κατά τη γνώμη μου, ασύνδετα με τα μουσικά. Πρόκειται για πειραματικά πολυμεσικά μουσικά έργα, τα οποία εμπεριέχουν το εικαστικό γεγονός, κάτι που δείχνει ότι δεν έχει γίνει σοβαρή έρευνα από την πλευρά των επιμελητών. Να μου επιτρέψετε μια παρατήρηση εφόσον μιλάμε για μια διοργάνωση τέχνης τεράστιου κύρους παγκοσμίως, η οποία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την επιστημονική αιχμή στην επιμέλεια της τέχνης: οποιαδήποτε έκθεση του Μουσείου Reina Sofia –το οποίο θεωρώ κορυφαίο στον κόσμο σε επίπεδο μελέτης, τεκμηρίωσης και παρουσίασης του σύνθετου κοινωνικού πράγματος που λέγεται έργο τέχνης –είναι μακράν καλύτερη από αυτό που είδα στην documenta.
Τέλος, έχω μεγάλη επιφύλαξη για την παρουσία της documenta στην Αθήνα, την οποία δεν μπορεί να απομονώσει κανείς από τη σημερινή περίοδο που διανύει η Ευρώπη –και η Ελλάδα –εξαιτίας των πολιτικών της Γερμανίας. Το γεγονός ότι το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας χρηματοδοτεί τη διοργάνωση σημαίνει ότι ασκείται κρατική πολιτιστική πολιτική, δηλαδή η αποκαλούμενη «ήπια διπλωματία», ενώ η διοργάνωση έχει διεισδύσει σε δημόσιους φορείς, σχολές και μουσεία, τυπικές πρακτικές των αποικιοκρατικών μηχανισμών. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την documenta χωρίς να μιλήσουμε για την αποικιοκρατία. Κατά τη γνώμη μου, η documenta στην Αθήνα είναι η συμβολική επιβεβαίωση της κυριαρχίας της Γερμανίας με «σκηνικό» κέντρο την «ηττημένη» Αθήνα.
Συραγώ Τσιάρα, ιστορικός τέχνης,

διευθύντρια 6ης Μπιενάλε

Θεσσαλονίκης –ΚΜΣΤ

Η προσωπική ενεργοποίηση

του επισκέπτη

Εάν ιστορικά η documenta του Κάσελ συγκροτεί σε μεγάλο βαθμό το πεδίο κατανόησης των διεθνών εξελίξεων στη σύγχρονη τέχνη, η documenta 14 τροποποιεί ριζικά τους όρους σύλληψης και διεξαγωγής του κορυφαίου εικαστικού εγχειρήματος καθώς και την εμπειρία του επισκέπτη. Το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι η πολιτική επιλογή αλλαγής του σημείου από το οποίο αποφασίζουμε να δούμε την τέχνη και να στοχαστούμε πάνω στην εξέλιξή της. Η απόφαση του Ανταμ Σίμτσικ να θέσει στο επίκεντρο της documenta την Αθήνα, με μια ευρύτατη διασπορά δράσεων στον δημόσιο χώρο, ευνοεί την πολυπρισματικότητα και την προσωπική ενεργοποίηση του επισκέπτη που δεν θέλει απλώς να καταναλώσει εικόνες του σημερινού κόσμου, αλλά να συναισθανθεί και να στοχαστεί μέσα από τα μάτια των καλλιτεχνών διαφορετικές εκδοχές της κοινωνικής πραγματικότητας από άνισες θέσεις ισχύος. Στα θετικά της documenta 14 εγγράφονται η συμπερίληψη και η πολυφωνία: χάρηκα την απροκατάληπτη συμβίωση ποικίλων εκφραστικών μέσων, την καίρια νοηματοδότηση ιστορικών έργων, την αποφυγή του άσκοπου και κουραστικού εντυπωσιασμού, την έμφαση στην υλικότητα και την ενσώματη έκφραση, τον σεβασμό στον/στην κάθε καλλιτέχνη ξεχωριστά αλλά και στον χρόνο του επισκέπτη. Η documenta στην Αθήνα είναι ένα πολυσύνθετο συμβάν που εξελίσσεται και επαναπροσδιορίζεται διαρκώς. Ο σχεδιασμός της δεν προϋποθέτει ούτε στοχεύει στη μαζική κατανάλωση έργων και εμπειριών. Μάλλον απευθύνεται σε ενεργούς πολίτες που επιλέγουν να συνομιλήσουν στην καθημερινότητά τους με στοχαστικές, εναλλακτικές θεωρήσεις της ανθρώπινης συνθήκης, όπως διαμορφώνεται σήμερα σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου.
Αγγελος Παπαδημητρίου, καλλιτέχνης

Νέα παιδιά που διασκεδάζουν
Η documenta στην Ελλάδα. Μεγάλη μας τιμή. Ας την υποδεχτούμε όπως μας πρέπει, ως φιλόξενοι Ελληνες. Στο κάτω κάτω, δεν θα την παντρευτούμε. Μια μεγάλη γιορτή της τέχνης είναι με φρέσκα νέα παιδιά που διασκεδάζουν, χαίρονται, κινούνται. Ανάμεσά τους μερικοί που είναι στον παράδεισο της τέχνης. Μόνο και μόνο αυτό μου φτάνει. Ο,τι έχω δει με διασκεδάζει, άλλο πολύ, άλλο λίγο. Τώρα, πάντα μερικοί επωφελούνται και βουτάνε κρυφά από το πάρτι ένα καναπεδάκι παραπάνω για το σπίτι τους. Ε, αυτά συμβαίνουν. Αν σας αρέσει αυτό που λέμε σύγχρονη τέχνη θα χορτάσετε. Αν τη σιχαίνεστε και τρέχετε αμέσως στον μπαμπά σας που σας έχει μάθει να μη μιλάτε ποτέ με αγνώστους, είτε αυτός λέγεται Ντα Βίντσι είτε Σεζάν, τι να σας πω; Κουράγιο. Κι αυτό θα περάσει.
Ορέστης Aνδρεαδάκης, διευθυντής

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – επιμελητής της ελληνικής

συμμετοχής στην Μπιενάλε της Βενετίας

Νέες γλώσσες
Εδώ και λίγες ημέρες έχει ανοίξει στην Αθήνα μια εξαιρετικά γόνιμη συζήτηση για τα όρια της σύγχρονης τέχνης και κυρίως για τη σχέση της με την κοινωνία και την πολιτική. Και αυτό το βρίσκω συναρπαστικό. Είναι η πρώτη φορά από τότε που άρχισε η κρίση, που έχουμε τη δυνατότητα να μιλήσουμε πολιτικά, όχι με οικονομικούς όρους, αλλά μέσω της τέχνης. Αυτό είναι το πρώτο μεγάλος κέρδος από την έλευση της d14. Φυσικά δεν είναι όλα τα έργα αριστουργήματα. Το σημαντικό ωστόσο είναι ότι αυτή η έκθεση γίνεται μέρος της καθημερινότητάς μας και μας υποχρεώνει να δούμε επιτέλους τι σημαίνει σύγχρονη τέχνη, να ξεκολλήσουμε από τις ακαδημαϊκές μας βεβαιότητες και να ανακαλύψουμε νέες γλώσσες. Δεν είναι βέβαια εύκολο να βρισκόμαστε μπροστά στις νέες γλώσσες της τέχνης και γι’ αυτό κατανοώ τις αρνητικές κριτικές, αλλά διαφωνώ ριζικά με αυτές. Σας προτρέπω να θυμηθείτε την επίθεση που δέχτηκε ο Καραβάτζιο όταν παρουσίασε την «Κοίμηση της Θεοτόκου» στους οργισμένους μοναχούς που την είχαν παραγγείλει και τελικά την απέρριψαν, ή τις αποδοκιμασίες που άκουσε ο Στραβίνσκι στην πρώτη εκτέλεση της «Ιεροτελεστίας της άνοιξης». Οι νέες γλώσσες χρειάζονταν ανέκαθεν υπομονή, χρόνο, ευαισθησία και νέα μυαλά βεβαίως.