Εμπεριεχόταν ο ναζισμός στη λογική ροή των πραγμάτων της γερμανικής ιστορίας; Ηταν κάτι που έτσι κι αλλιώς θα γινόταν; Ηταν μια «σιδερένια νομοτέλεια»; Ή μήπως οι αντινομίες που ενυπάρχουν έτσι κι αλλιώς σε κάθε ξεχωριστό έθνος – κράτος οδήγησαν σ’ αυτόν, χωρίς όμως αυτή η κατάληξη να ήταν αναπόφευκτη; Υπάρχει ένα «γενικό πλαίσιο» με το οποίο συγκρίνονται τα αποτελέσματα της Ιστορίας για να διαπιστωθεί το κατά πόσο αυτά ταιριάζουν ή όχι με αυτό το πλαίσιο; Ή μήπως χρειάζεται ένας κοινωνιολογικός ιδεότυπος, ως κάτι πολύ διαφορετικό από το πλαίσιο, για να μας βοηθά στο να προχωράμε στις απαραίτητες συγκρίσεις και αφαιρέσεις; Η γερμανική ιστορία δίνει τις ευκαιρίες στους τρεις συγγραφείς να απαντήσουν στα παραπάνω ρητά ή υπόρρητα ερωτήματα.
Και οι τρεις συγγραφείς παρακολουθούν τον ρόλο της καλλιτεχνικής και ακαδημαϊκής διανόησης ως συλλογικού οργανικού διανοουμένου στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ενας ρόλος που διαμόρφωσε ένα φαντασιακό και ιδεολογικό πλέγμα, το οποίο έδεσε με τις οικονομικές συνθήκες και τη στρατιωτική ήττα, τροφοδοτώντας εμμέσως ή και αμέσως το νοητικό και ψυχολογικό οπλοστάσιο του ναζιστικού ολοκληρωτισμού.
Οι γερμανικές αντινομίες
Ο Γιώργος Κόκκινος υποβάλλει σε κριτική εκείνη την ερμηνεία των πηγών του ναζισμού που απολυτοποιεί τη γερμανική ιδιομορφία. Βάσει αυτής της ερμηνείας, η αποτυχία κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας της αστικής τάξης που υπονόμευσε τον γερμανικό πολιτικό φιλελευθερισμό οδήγησε στον ναζισμό.
Ο Κόκκινος όμως υποστηρίζει ότι οι γερμανικές αντινομίες δεν είναι αποκλειστικά γερμανικό φαινόμενο. Ορθώς. Οπως, για παράδειγμα, και οι ελληνικές αντινομίες δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Δεν παύουν όμως να είναι αντινομίες που εμφανίζονται ιστορικά και έχουν να κάνουν με τις απουσίες αυτού που θα ονομάζαμε Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, κράτος δικαίου, κράτος ισονομίας και ισοπολιτείας ή αλλιώς αυτό που ο Νόρμπερτ Ελίας ονόμασε δυτικό κανόνα. Εχει δίκιο ο Κόκκινος όταν απορρίπτει την απολυτοποίηση αυτού του κανόνα, αλλά την ίδια στιγμή και ο ίδιος προχωρά στην ανάλυσή του κατανοώντας πολύ καλά πως η απόρριψη του ιστορικισμού (κάθε ιστορικό γεγονός αποτελεί έναν «ανάδελφο» κόσμο) δεν σημαίνει και απόρριψη των «ιδεοτύπων». Εδώ βεβαίως, θα πρόσθετα, έχουμε την «απροθυμία» των ιστορικών «να ενσωματώσουν» τη φιλοσοφική προσέγγιση (Habermas) και την κοινωνιολογική κατανόηση (Weber) στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων.
Ο Κόκκινος προχωρά σε ένα σχεδιαγράφημα του ιστορικού πλαισίου. Αναζητεί την αποτυχία της Βαϊμάρης στα νήματα που οδηγούν στις ήττες από τον Ναπολέοντα ώς την πρώτη γερμανική συνομοσπονδία (1815-1866) υπό την Πρωσία, στην κατάργηση της δουλοπαροικίας (1807), στις αποτυχίες των αστικών επαναστάσεων (1848-1849), στον διαχωρισμό της Γερμανίας από την Αυστρία, στη διανοητική κυριαρχία του ρομαντισμού και της εθνοφυλετικής σκέψης. Η θρησκευτική ετερογένεια και η δεσπόζουσα σημασία του προτεσταντισμού δεν εμπόδιζαν τη γερμανική ενοποίηση μετά το 1871, αλλά οδήγησαν σε πολιτικές διακρίσεων κυρίως κατά των γερμανών καθολικών.
Μια πολύ σημαντική παρατήρηση του Κόκκινου είναι αυτή που αφορά την αργή πορεία συγκρότησης του ενιαίου γερμανικού εθνικού κράτους, στο οποίο ο σχηματισμός εθνικής συνείδησης προηγείται της δημιουργίας εθνικού κράτους. Οι συνέπειες αυτού του λεγόμενου δευτερογενούς εθνικισμού ήταν τεράστιες. Μια αργή πορεία που συνδέεται με τον ιστορικό ρόλο του Μπίσμαρκ, τη δημιουργία εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος, τη θέση των Εβραίων μεταξύ πολιτισμικής δυσανεξίας και αντισημιτισμού, την καθυστερημένη αλλά ραγδαία εκβιομηχάνιση. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι οι δομικές αντινομίες ενός πολιτικού συστήματος στο οποίο έχουμε από τη μια τη λειτουργία αντιπροσωπευτικών θεσμών (καθολικό δικαίωμα ψήφου από το 1871) και από την άλλη τη λειτουργία ενός αυταρχικού και κυρίως κορπορατιστικού συστήματος.
Κατά τον Κόκκινο, σε όλη αυτή την περίοδο, μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ακαδημαϊκή διανόηση προσλαμβάνει τη διασάλευση της δικής της κοινωνικής θέσης ως πολιτισμική πτώση του ίδιου του «περιούσιου» γερμανικού λαού. Επικρατούν τότε απόψεις που θέλουν να υπάρχει ριζική διαφοροποίηση του γερμανικού λαού και της γερμανικής κουλτούρας από τον πολιτισμό του βρετανογαλλικού άξονα. Μια διανοητική πρακτική που προσδιορίστηκε στη γερμανική γλώσσα με τον όρο Bildung και τον διαχωρισμό κουλτούρας (υποκειμενισμός) ως συλλογικής ψυχής, αυθεντικής ζωής που προσιδιάζει στο γερμανικό έθνος, και πολιτισμού (αντικειμενισμός) ως μιας τεχνητής πραγματικότητας. Αλλιώς, με την ορολογία του διαχωρισμού της γερμανικής κοινότητας από τη δυτική κοινωνία. Θύμα αυτού του ρομαντισμού έπεσε ακόμη και ο Τόμας Μαν.
Ο ρόλος της διανόησης
Ο Βασίλης Μπογιατζής παίρνει τη σκυτάλη από τα χέρια του Κόκκινου και με αρκετά συνεκτικό αλλά και διεισδυτικό τρόπο μάς εισάγει στο διανοητικό κλίμα και στον ρόλο της διανόησης την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο Μπογιατζής απορρίπτει τη λεγόμενη Sonderweg thesis, της λεγόμενης γερμανικής ιδιαιτερότητας. Στη συνέχεια όμως, όπως και ο Κόκκινος, προσεγγίζει πλευρές αυτής της ιδιαιτερότητας, όχι με την έννοια της παρέκκλισης από ένα άτεγκτο μοντέλο, «γενικό πρότυπο» όπως ο ίδιος το αποκαλεί, αλλά με την έννοια της ιστορικής και πολιτικοοικονομικής διαφοροποίησης.
Εδώ παρελαύνουν οι απόψεις και οι διαφορές που αναπτύσσονται από το 1919 έως την έλευση του ναζισμού και αφορούν την κριτική της μαζικής κουλτούρας. Τη μάχη που δίνουν πολλοί διανοούμενοι κατά του αμερικανισμού και της μαζικής κουλτούρας (Benjamin και Kracauer), κατά και υπέρ της κινηματογραφικής τέχνης (ο ρόλος της ταινίας «Γαλάζιος άγγελος»). Στην ανάλυση συμπεριλαμβάνονται ο ρόλος του ραδιοφώνου, η σημασία των δημόσιων τελετουργικών, των εθνικών εορτασμών, των μαζικών αθλημάτων, της αρχιτεκτονικής της Σχολής του Bauhaus.
Στο επόμενο κεφάλαιο υπάρχει χώρος για τη λογοτεχνία, τις αναπαραστατικές τέχνες και την πολιτική. Πάρα πολύ ενδιαφέρον έχει η προσέγγισή του σε μια όχι ιδιαίτερα γνωστή διαμάχη δυο αδελφών, γνωστή ως «αδελφική διαμάχη», του ορθολογιστή Χάινριχ Μαν της δυτικής Zivilization και του Τόμας Μαν της γερμανικής Kultur. Η ανάλυση του «Μαγικού βουνού» του Τόμας Μαν τόσο από τον Κόκκινο όσο και από τον Μπογιατζή ανεβάζει την τέχνη της λογοτεχνικής κριτικής σε επιστημονικά επίπεδα.
Από την περιγραφή του διανοητικού κλίματος της εποχής δεν θα ήταν δυνατόν να απουσιάζουν η Θεωρία του Δικαίου (του νεοκαντιανού Hans Kelsen, του οπαδού της θεωρίας της κατάστασης εξαίρεσης και φιλοναζιστή Carl Schmitt), ο ρόλος των κοινωνικών επιστημών (Max Weber) σε περίοδο κρίσης και κοινωνικής αλλαγής, οι παρεμβάσεις του κοινωνιολόγου του πολιτισμού Karl Mannheim. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει και η καταγραφή των σχετικών προβληματισμών που τέμνουν τις πολιτικές του κοινωνικού φύλου (Helen Stöcker, Marianne Weber, Lou Andreas-Salomé).
Η ευγονική και ο εθνικοσοσιαλισμός
Η Δράση Τ4 που αποτέλεσε «πρόβα» του Ολοκαυτώματος
Στη σύντομη αλλά ιδιαίτερα κατατοπιστική παρέμβασή του ο Μάρκος Καρασαρίνης διατρέχει τη γραμμή που συνέδεε – όχι όμως με νομοτελειακό τρόπο – την ευγονική με τον εθνικοσοσιαλισμό και αυτόν με το Ολοκαύτωμα. Η ευγονική, ξεκινώντας από τη φενάκη του οράματος του βιολογικού ελέγχου της ευζωίας, ενδύθηκε τον μανδύα της αντικειμενικότητας και έγινε μέχρι και ιδεολογικός προπομπός της σοσιαλδημοκρατικής επαγγελίας του κράτους πρόνοιας. Εξού και η θεσμοθέτηση και εφαρμογή ευγονικών νόμων στη σοσιαλδημοκρατική Σκανδιναβία. Η σύζευξη ναζισμού και ευγονικής ήταν πιο εύκολη. Οι τρεις κεντρικές παραδοχές του ναζισμού, α) η έμφαση στο φυλετικό στοιχείο, β) η αναζήτηση ζωτικού χώρου και γ) ο αντισημιτισμός, έρχονται και δένουν με τα ψευδοεπιστημονικά συμπεράσματα της ευγονικής.
Τέλος, η διασύνδεση ευγονικής και Ολοκαυτώματος δεν αφορά μόνο τη συνάφεια και τη γενεαλογία των εννοιών, αλλά και τις πρακτικές υλοποίησης αυτών των εννοιών. Αυτή η υλοποίηση είχε τρία στάδια. Στις 14 Ιουλίου 1933 επιβλήθηκαν καταναγκαστικές στειρώσεις κυρίως ατόμων με νοητική υστέρηση και ψυχικές ασθένειες. Το φθινόπωρο του 1935 έχουμε την ψήφιση των όχι μόνο αντισημιτικών νόμων της Νυρεμβέργης. Και τον Οκτώβριο του 1939 τη Δράση Τ4 που επέβαλε τη θανάτωση των ατόμων με νοητική υστέρηση και ψυχικές ασθένειες. Η Δράση Τ4 αναγνωρίστηκε εκ των υστέρων ως «πρόβα» του Ολοκαυτώματος. Η εφαρμογή του οποίου ακολούθησε μια τεθλασμένη γραμμή και δεν ήταν κάτι αυστηρώς και προκαταβολικά σχεδιασμένο στις λεπτομέρειές του. Μάλλον προέκυψε, όπως αναφέρει ο Kershaw στον οποίο και παραπέμπει ο Καρασαρίνης, ως αποτέλεσμα της λογικής «δουλεύουμε στη γραμμή του φύρερ». Γραμμή που με ζήλο υλοποίησαν τα κατώτερα και τα μεσαία στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος.
Το βιβλίο έχει ως επίλογό του τη σύντομη ανάλυση του Κόκκινου για τη συγκριτική ανάλυση των γενοκτονιών και της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος. Η σύγκριση, μας λέει ο Κόκκινος, δεν σημαίνει και ταύτιση και εφαρμόζει αυτή του τη θέση αναλύοντας ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των γενοκτονιών και του Ολοκαυτώματος. Μόνο που διστάζει να κάνει το ίδιο και στη σύγκριση του ναζιστικού και του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, παρόλο που ορθώς δείχνει πως δεν είναι κάθε ουτοπία προάγγελος ολοκληρωτισμού.
Το μείζον σ’ αυτό το βιβλίο είναι η παρουσίαση της Βαϊμάρης όχι ως σύνολο μεγάλων αποτυχιών, όπως κάνει η συντηρητική προσέγγιση, αλλά ως σύνολο μεγάλων επιτευγμάτων, το οποίο θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί η Αριστερά για να μακροημερεύσει η δημοκρατία. Αλλά το άλλο ερώτημα που θα έθετα στους συγγραφείς είναι το κατά πόσο η «όλη» Αριστερά, εκτός των σοσιαλδημοκρατών, ήθελε αυτήν τη δημοκρατία; Η απάντηση είναι προφανής. Οχι.
Ενα βιβλίο-φάρος για το πλοίο της ανάλυσης της γερμανικής ιστορίας που πολλές φορές, χωρίς τέτοιες αναλύσεις, οδηγείται στις ξέρες της κοινοτοπίας και του λαϊκισμού.
Το πολύχρωμο μωσαϊκό
της γερμανικής ιστορίας
Από τις αρχές του 19ου αιώνα έως και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Εκδ. Επέκεινα, 2016, Σελ. 309
Τιμή: 21,20 ευρώ