Οταν βλέπεις ένα καφενείο σκέφτεσαι πως αυτό είναι ένα καφενείο. Εκτός αν ξέρεις πως, πριν, στο ίδιο σημείο ήταν χτισμένο το Εβραϊκό Φρενοκομείο από όπου οι Ναζί έσυραν με τη βία τους ασθενείς στα βαγόνια για το Αουσβιτς. Τότε μαζί με το καφενείο βλέπεις και κάτι άλλο, εφόσον πάντα και τελικά δεν βλέπει το μάτι αλλά το μυαλό. Βλέπει αυτά που μπορεί να δει και ως γνώση και ως μνήμη. Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις παλιές κατοικίες –μια ταμπέλα σε ένα ξενοδοχείο του Βερολίνου που γράφει ότι εδώ έζησε επί έξι μήνες ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε δίνει άλλη ψυχή, διάσταση και μύθο στο κοινό κτίσμα, το περιβάλλει με μια πατίνα θρύλου, με μια λάμψη μεγαλείου. Το ίδιο αισθάνεσαι αν περπατώντας στο Παρίσι διαβάσεις σε ένα κτίριο την επιγραφή που γράφει ότι εδώ διέμενε ο Ζαν-Πολ Σαρτρ –άσχετα αν μια τέτοια ταμπέλα αφήνει αδιάφορους τους περισσότερους που πάνε στην Πόλη του Φωτός μόνο και μόνο για να δούνε την Ντίσνεϊλαντ.

Θυμάμαι την ταραχή που ένιωσα νοικιάζοντας ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Grande Bretagne, στη Rue de la Gaite, στο Καρτιέ Λατέν, όταν έμαθα πως στο ίδιο ξενοδοχείο έμενε για αρκετά χρόνια η Σιμόν Ντε Μποβουάρ. Σκεφτόμουν: λες, από διαβολική τύχη να έμενε, εδώ, στο ίδιο δωμάτιο μ’ εμένα; Και έψαχνα αφελώς πιθανά ίχνη της στους τοίχους. Αλλά, βεβαίως, δεν έβρισκα τίποτε ούτε κανείς πια θυμόταν σε ποιο δωμάτιο διέμενε, σε ποιο κομοδίνο άφηνε τα στιλό και τα κραγιόν της –αν, βέβαια, έβαζε κραγιόν.

Ετσι συμβαίνει και με τη φωτογραφία ή την κάρτα εποχής της οικίας του Μαρκήσιου Ντε Σαντ, που τόσο ταλαιπώρησε τους κατά καιρούς ηθικολόγους –ανθρώπου ξεχωριστής ιδιοφυΐας, τόσο τολμηρού ώστε κάποιοι λένε πως το ανθρώπινο πνεύμα χωρίζεται σε δύο περιόδους: τη μία πριν από τον Μαρκήσιο και την άλλη ύστερα από αυτόν. Βλέπεις στη φωτογραφία ένα κοινό μεσαίο σπίτι των μέσων του 1700, χωρίς τίποτε ξεχωριστό, το οποίο λαμβάνει διαστάσεις μπαρουταποθήκης των αιώνων μόλις σκεφτείς ότι εκεί μέσα έζησε για μακρύ διάστημα ο φοβερός και τρομερός συγγραφέας, που για πολλούς υπήρξε ένα τέρας αλλά και η βασική έμπνευση σε αρκετά μοντέρνα κινήματα τέχνης και πηγή μελετών για τον Φρόιντ και την Ψυχανάλυση. Μετά τον Ντε Σαντ, όντως αλλάζουν όλα –πέφτει το πέπλο του μη απτού, αποκαλύπτονται τα σκοτεινά νερά της ανθρώπινης ψυχής, του ονείρου, όλες οι κύστες της ποταπότητας και οι εδράσεις του μεγαλείου, οι κρύπτες του Κακού και της απροκατάληπτης ηδονής. Πάσα φενάκη απέπτη, καθώς λέει κι ο Εμπειρίκος που επίσης δεν θα υπήρχε ως έχει, ίσως, χωρίς τον Ντε Σαντ και τους σουρεαλιστές, οι οποίοι θεωρούσαν τον Μαρκήσιο ως τον μέγα ιεροφάντη της ποίησης και βέβαια της ζωγραφικής –ένα σωρό έξοχα έργα ζωγραφίστηκαν εμπνευσμένα από τα γραπτά του συγγραφέα της «Ζιστίν» και της «Φιλοσοφίας στο Μπουντουάρ».

Η συντήρηση του καθωσπρεπισμού, ή έστω κάποιων ορίων που δεν τόλμησαν να παραβιάσουν ούτε οι αρχαίοι Ελληνες, σπάνε, διαλύονται από τον Ντε Σαντ, ο οποίος με αβάστακτη γενναιότητα τολμά πρώτη φορά να ρίξει μια ματιά στο βάραθρο της ανθρώπινης ψυχής και στις πιο σκοτεινές επιθυμίες της σάρκας. Να δει καθαρά την έμφυτη βία, την ηδονή της οδύνης, την παραφροσύνη και όλα εκείνα που συνήθως αποφεύγουμε επιμελώς να θίξουμε, γνωρίζοντας πως το αδιανόητο πάντα καραδοκεί, σκοτεινό, μοχθηρό, ανυπότακτο, άγρυπνο και έτοιμο να ξεχυθεί μόλις υπάρξει η θερμή συγκυρία –η ανθρωπότητα πασχίζει να τα ξορκίσει όλα αυτά, εφόσον η θέαση του Ντε Σαντ στην άβυσσο είναι στάση που την αντέχει κανείς, αλλά όχι για πολύ, όχι διαρκώς. Καμιά κοινωνία δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω στην απόλυτη ελευθεριότητα, χωρίς ζωτικά ψεύδη, μια δόση ηθικής, Θεό, θεσμούς και πίστη. Ολα καταρρέουν –ξαναγινόμαστε αυτά τα θηρία που βλέπουμε καθημερινά να αναδύονται στον πόλεμο ή σε καταστάσεις ανομίας, που δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να δικαιώνουν τις καταγραφές του Μαρκήσιου όσον αφορά την πραγματική φύση του ανθρώπου. Γι’ αυτό και πάντα πολεμήθηκε λυσσαλέα ο Ντε Σαντ και τα γραπτά του, από τύχη μάλλον διέφυγε τη δολοφονία, φυλακίστηκε σε κελιά και άσυλα επί πολλά χρόνια, ζώντας ταυτόχρονα τη Γαλλική Επανάσταση, την τρομοκρατία και την Παλινόρθωση, εργαζόμενος σε άγριες συνθήκες, φτιάχνοντας μέσα στο σκοτάδι, βιβλίο με βιβλίο, το παζλ του ερέβους της ανθρώπινης υπόστασης.

Βλέπεις μια συνηθισμένη κάρτα-φωτογραφία ενός συνηθισμένου μεσαίου σπιτιού. Γράφει από κάτω πως αυτή ήταν η οικία του Μαρκησίου Ντε Σαντ, ο οποίος γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1740 στο Hotel de Conde στο Παρίσι και πέθανε το 1814. Σε κάποια φάση έζησε στο αναπαριστώμενο σπίτι που βλέπουμε στη φωτό, το οποίο αργότερα, στα 1926, γκρεμίστηκε για να ανεγερθούν πιο σύγχρονα κτίσματα. Εκεί μέσα λοιπόν διέτριψε για κάποιον καιρό ο Μέγας Τράγος, ο Donatien Alphonse François de Sade, που είχε το βλάσφημο θράσος να μας δείξει ευθέως πόσοι δαίμονες κρύβονται εντός μας. Βέβαια για τη σχέση οικίας και ύπαρξης το θέμα είναι πολύ βαθύ –το έχει θίξει μεγαλοπρεπώς ο Εμανουέλ Λεβινάς στο βιβλίο του «Ολότητα και Απειρο», άρα ό,τι και να πούμε είναι λίγο. Το κυρίως ζήτημα εν προκειμένω είναι το πώς η γνώση φωταγωγεί την όραση και πώς το μυαλό κατόπιν μπορεί να φαντασιώνεται διάφορα (τι έκανε εκεί μέσα ο Ντε Σαντ με τη συμβία και τις υπηρέτριές του, τις οποίες αποπλανούσε συστηματικά και με μπόλικη σαδομαζόχ ευρηματικότητα) όταν έχει αυτή την πληροφορία, που δεν ξέρουμε και αν είναι ακριβής. Αυτό ήταν το σπίτι του Ντε Σαντ. Ηταν, πραγματικά; Τι σημασία έχει; Το πιο σημαντικό είναι τι επενδύουμε εμείς σε αυτό –όπως όταν επισκεπτόμαστε την οικία του Κ.Π. Καβάφη στην οδό Λέψιους 10, στην Αλεξάνδρεια: δεν βλέπουμε ένα σπίτι, αλλά όλη την ποίηση του Αλεξανδρινού να έχει απορροφηθεί στους τοίχους και στα έπιπλα, ή τουλάχιστον έτσι μας φαίνεται. Αισθηματοποιούμε τώρα εμείς τα αντικείμενα, βλέπουμε το καθετί γύρω προβάλλοντας τη δική μας αίσθηση των στίχων πάνω στα πράγματα, κάτι σαν τα «Lacrimae rerum» του Λάμπρου Πορφύρα, που κι αυτός, εν πάση περιπτώσει, έζησε συμβατικά, όπως και οι περισσότεροι από μας, σαν να μην έχει προηγηθεί ποτέ ο ερεβώδης και λαμπρός Μαρκήσιος.