Ο στοχαστής Ζακ Ελίλ το είχε διατυπώσει εξαίσια: «Η τεχνολογία έχει το δικό της μυαλό». Αυτονομείται αργά ή γρήγορα από τις αρχικές ορθολογικές παραδοχές που τη γέννησαν και ο άνθρωπος – παραγωγός της γίνεται υπηρέτης της, ανίκανος να ακολουθήσει τα μονοπάτια που εκείνη επιλέγει. Ποταμοί μελάνης έχουν χυθεί γύρω από το τεχνολογικό φαινόμενο ήδη από τον καιρό του Μαρξ με τις περίφημες «παραγωγικές δυνάμεις» του που αναπτύσσονται ντετερμινιστικά και όπου συμποσούται ο νόμος κίνησης της Ιστορίας έως τους πρώιμους και ύστερους στοχαστές του εικοστού αιώνα –από τον Οσβαλντ Σπένγκλερ ώς τον Λιούις Μάμφορντ, τον Μαρκούζε, τη Σχολή της Φρανκφούρτης και τέλος την οικολογική κριτική. Σήμερα η σχετική κουβέντα έχει «στομώσει», σαν όλα να έχουν ειπωθεί. Η οικουμένη μοιάζει παραδομένη σε έναν αγώνα δρόμου για την απόκτηση τεχνολογικού πλεονεκτήματος στην πληροφορική, στη βιοτεχνολογία, στις επικοινωνίες κ.ο.κ. Ρυθμίσεις υπάρχουν κάθε τόσο με τη μορφή αυστηρότατων νομοθετικών πλαισίων και προδιαγραφών για πάσης φύσεως προϊόντα, τρόφιμα, φάρμακα κ.λπ., πρωτίστως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Αμερικής. Αλλά ο αυτόνομος διάβολος που είναι εγκατεστημένος στο μυαλό της μηχανής (του κατά Μάμφορντ τεχνήματος) είναι πάντα έτοιμος να κάνει τα δικά του, κυρίως με τη μορφή των οπλικών συστημάτων, όπως ακριβώς έγινε με την καταρχήν «αγαθή» πυρηνική τεχνολογία και τη μετέπειτα υλοποίησή της ως όπλου μαζικής καταστροφής.
Γιατί μια τέτοια εισαγωγή σε ένα έργο του Κάφκα; Διότι είναι ίσως το κοντινότερο στο ζήτημα της ανεξέλεγκτης τεχνολογικής ανάπτυξης από όλα τα έργα του. Σε μια σωφρονιστική αποικία, από αυτές που ξεπηδούσαν λ.χ. στη Σιβηρία, στην Αυστραλία και στις γαλλικές υπερπόντιες κτήσεις στα χρόνια της αποικιοκρατίας, πρόκειται να εκτελεσθεί ένας στρατιώτης γιατί παραμέλησε τη σκοπιά του. Η ποινή είναι υπερβολική και οι στοιχειώδεις κανόνες της ποινικής δικονομίας δεν έχουν τηρηθεί, μια και εδώ πρόκειται για «άλλα εδάφη» όπου εφαρμόζονται άλλες αρχές δικαίου (ονομάστηκε από τη δυτική σκέψη και πολιτισμικός σχετικισμός). Το ενδιαφέρον όμως είναι ο τρόπος της εκτέλεσης. Εχει επινοηθεί μια μηχανή όπου ο κατάδικος, δεμένος και φιμωμένος σε ένα είδος κλίνης, κατατρυπιέται από ένα περίπλοκο σύστημα με ακίδες στο σώμα του. Παίρνει συνήθως ένα βασανιστικό δωδεκάωρο μέχρι να παραδώσει το πνεύμα και σ’ αυτό το διάστημα η μηχανή εγγράφει στο σώμα του το είδος του παραπτώματος. Το κατάστικτο δέρμα γίνεται έτσι ένα μακάβριο είδος τέχνης (θα το λέγαμε και περφόρμανς στις μέρες μας), ολότελα πρόσκαιρο καθότι το πτώμα απορρίπτεται αμέσως μετά σε ένα λάκκο. Τέλος.
Στο αφήγημα του Κάφκα, συναντώνται δυο άνθρωποι που εκφράζουν δυο αποκλίνουσες μορφές σκέψης. Ο ένας είναι αξιωματούχος της αποικίας, υπηρέτης της μηχανής και απολύτως γοητευμένος από αυτήν. Παρακάμπτει τα ζητήματα δικαίου με την αξιωματική παραδοχή ότι εδώ δεν ισχύουν τα μέτρα και τα σταθμά της μητρόπολης και αναλύει ενθουσιωδώς τον τρόπο λειτουργίας και τον τεράστιο επενδεδυμένο μόχθο για την υλοποίησή της. Αποδέκτης της εύγλωττης αφήγησής του –ενώ γίνονται οι προετοιμασίες για την εκτέλεση –είναι ένας αλλοεθνής ταξιδιώτης που έχει κληθεί ως μάρτυρας. Ο πρώτος παραπονιέται γιατί το νέο καθεστώς της αποικίας απειλεί να απαξιώσει το παλιό σύστημα απονομής δικαιοσύνης και συνεπώς τη μηχανή. Προσπαθεί να προσεταιρισθεί τον ταξιδιώτη, ο οποίος όμως, παρά την προσπάθειά του να φανεί «αντικειμενικός», τελικά δεν δέχεται να μεσολαβήσει ώστε να παρακαμφθούν οι όποιες αρχές του ανθρωπισμού. Ολότελα απελπισμένος ο αξιωματούχος, που καταρρέει το σύστημα πεποιθήσεών του, απελευθερώνει τον κατάδικο και παίρνει τη θέση του στο σατανικό μηχάνημα. Μόνο που η αυτονομημένη μηχανή έχει τα δικά της σχέδια. Δεν εγχαράσσει με γραφή το κορμί του αλλά τον σκοτώνει μεμιάς, χωρίς τη διαδικασία του βασανισμού, ενώ σταδιακά τα γρανάζια της ξεχαρβαλώνονται καθώς και η δική της ιστορική αποστολή έχει παρέλθει. Ισως είναι η ώρα για ένα νέο τεχνολογικό στάδιο που θα αντικαταστήσει το απαξιωμένο παλιό.
Η αφήγηση δεν στερείται χιούμορ μέσα στο μακάβριο κλίμα της. Είναι βέβαια στεγνή, αποστεωμένη, «διοικητική» θα λέγαμε, υποδηλωτική των αναφορών που συνέθετε ο Κάφκα κατά τον δημοσιοϋπαλληλικό του βίο στην Πράγα, όταν μεταξύ άλλων κατέγραφε εργατικά βιομηχανικά ατυχήματα. Η αλληγορική υφή της αφήγησης είναι εμφανής, αν και οι μελετητές διαφωνούν ως προς το αν παραπέμπει στον παραλογισμό της Δικαιοσύνης ή στο αποικιακό σωφρονιστικό σύστημα ή ακόμη σε κάτι τόσο ευρύ όσο η ζωή. Ας σημειωθεί ότι η νουβέλα αυτή γράφηκε τον Οκτώβριο του 1914, ενώ είχε ήδη ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ήταν ήδη ορατός ο ευρείας κλίμακας θρίαμβος των πολεμικών μηχανών στο πεδίο της μάχης. Παράλληλα ο Κάφκα έγραφε και την περίφημη «Δίκη» του με την οποία η ορατή διαφορά είναι πως εκεί η ενοχή δεν κατονομάζεται, αιωρείται πάνω από το υποκείμενο σαν το προπατορικό αμάρτημα της χριστιανικής πίστης ή σαν τη διά βίου εκδίκαση των πράξεων του θνητού υποκειμένου της χασιδικής κεντροευρωπαϊκής παράδοσης. Το δρων υποκείμενο της αφήγησης είναι εδώ η ίδια η μηχανή σε αντίθεση με τους απρόσωπους, σχεδόν υπερβατικούς ή γραφειοκρατικούς μηχανισμούς άλλων έργων του Κάφκα. Ωστόσο, αυτό που δεν κατονομάζεται είναι οι γεωγραφικές συνιστώσες. Ο ίδιος είχε ταξιδέψει ελάχιστα. Παρά το ότι γνώριζε τον εποικισμό με τη μέθοδο της εκτόπισης καταδίκων και της μετέπειτα απελευθέρωσής τους στα κατακτημένα εδάφη, δεν ήξερε από πρώτο χέρι τις εκεί συνθήκες. Ούτε άλλωστε τον ενδιαφέρουν. Εδώ η δράση πιθανότατα τοποθετείται στη Νέα Καληδονία, ένα σύμπλεγμα νησιών στον Νότιο Ειρηνικό στο μέγεθος της Κρήτης όπου οι Γάλλοι είχαν εποικήσει συστηματικά από τα μέσα του 19ου αιώνα μέσω 10.000 εκτοπισμένων (πολλοί από αυτούς πολιτικοί κρατούμενοι από τους ηττημένους της Παρισινής Κομμούνας) και μελανήσιους αυτόχθονες. Ωστόσο οι ομοιότητες με τις πραγματικές συνθήκες είναι αχνές. Ας σημειωθεί ότι η Νέα Καληδονία παραμένει γαλλικό έδαφος πολυχρησιμοποιημένο για πυρηνικές δοκιμές, αν και ο τροπικός εξωτισμός του το έχει εσχάτως μετατρέψει σε τουριστικό προορισμό για υψηλά βαλάντια.
Η ιστορία δεν τελειώνει πάντως με την αντιστροφή των ρόλων θύτη – θύματος, ούτε με τη μηχανή που κάνει του κεφαλιού της. Ο Κάφκα τη συνεχίζει μάλλον άστοχα, απ’ ό,τι έχει ο ίδιος ομολογήσει, μέσω μιας εικασίας για ανάσταση του παλιού κυβερνήτη (άρα ένα είδος παλινόρθωσης του παλιού καθεστώτος;) και της απεμπλοκής του ταξιδιώτη με την άμεση αναχώρησή του. Υπάρχει όντως μια αφηγηματική αμηχανία προς το τέλος, σαν ο συγγραφέας να διστάζει ως προς τις πιθανές εναλλακτικές του. Απλούστατα οι τελευταίες σελίδες σού αφήνουν την αίσθηση ότι δεν ήταν απαραίτητες. Αρκεί για μένα η αίσθηση του σαφέστατου μύθου συν το γεγονός ότι και ο ανθρωπιστής ευρωπαίος ταξιδιώτης αποδεικνύεται εξίσου ένοχος. Εχει νίψει τας χείρας του ακόμα και στη διάρκεια της αυτοκτονίας του αξιωματούχου, αφήνοντας την αυτονομημένη τεχνολογία να δώσει τη λύση.
Franz Kafka
Στη σωφρονιστική αποικία
Μτφ. Βασίλης Τσαλής
Εκδ. Κίχλη 2017, σελ. 184
Τιμή: 12 ευρώ