Γέρικα δέντρα που συνομιλούν με τα πουλιά και σοβαρότατοι επαρχιακοί δικαστές γεμάτοι παραξενιές. Εμπορικά πλοία που ναυαγούν σπέρνοντας θλίψη στα ναυτοχώρια του πληρώματός τους και επαγγελματίες που ονειρεύονται πισίνες στο πατρικό τους. Ομορφες νιες με αποστροφή για την αγκαλιά του μεσήλικα νοικοκυραίου που υποχρεώθηκαν να παντρευτούν και ηλικιωμένες που ακόμα καταριούνται τον χαμένο τους εραστή. Χαλάσματα κάστρων, βουλιαγμένες βάρκες, σπουργίτες που ξυπνούν νωρίς, αλλά και μυρωμένο αγιόκλημα, λεμονιές κατάφορτες ή και νύχτες ασέληνες, με τα αστέρια τους να κεντούν με δυνατές βελονιές το σκούρο βελούδο του ουράνιου θόλου τους.
Κάτι τέτοιες πρόχειρες συνόψεις δίνουν την εντύπωση ότι έχεις να κάνεις με μια έκδοση από εκείνες που, όταν φτάνουν στα γραφεία ενός δημοσιογραφικού οργανισμού, είναι καταδικασμένες να αντιμετωπιστούν με συγκατάβαση ή και με βιασύνη. Πόσες ελπίδες να έχει μια συλλογή διηγημάτων γεμάτη τοπικό χρώμα και ιστορίες από τα παλιά, κυκλοφορημένη από το βιβλιοπωλείο κάποιου νησιού του Ιονίου, μπροστά σε σύγχρονες, αστικές ιστορίες, τυπωμένες από μεγάλους εκδοτικούς της πρωτεύουσας;
Δεν είναι αυτός ο λόγος πάντως που από την αυτοσύσταση κιόλας της συλλογής «Παράθυρο στην Λευκάδα», του Βιβλιοπωλείου Τσιρίμπαση του νησιού, φαίνεται πως πρόκειται για ένα εγχείρημα μετριοπαθές. «Το συλλογικό αυτό έργο δεν αποτελεί παρά μερικές μόνον σταγόνες απ’ την προσωπική θάλασσα του καθενός συμμετέχοντος συγγραφέως» διαβάζει κανείς στο εκδοτικό σημείωμά του. Το «παράθυρο» του τίτλου ωστόσο κάνει κάπως σαφέστερες τις φιλοδοξίες του βιβλίου. Και τέλος πάντων, η αφορμή του όλου πράγματος είναι δόκιμη: ιδρυμένο το 1897, το Βιβλιοπωλείο Τσιρίμπαση κλείνει φέτος 120 χρόνια ζωής.
Πέρα από τις στερεοτυπικές προσεγγίσεις ωστόσο, το «Παράθυρο στην Λευκάδα», με τους επτά συγγραφείς και τα είκοσι διηγήματά του, ούτε αποκλειστικά επετειακό χαρακτήρα έχει ούτε φαίνεται να υλοποιήθηκε μόνο και μόνο επειδή «μια συλλογική έκδοση Λευκαδίων και παρεπιδημούντων διηγηματογράφων δεν είχε δει μέχρι σήμερα το φως στα λογοτεχνικά χρονικά του νησιού».
Ως δείγμα λοιπόν της διηγηματογραφικής παραγωγής της Λευκάδας, φιλοξενεί τμήματά της λιγότερο ή περισσότερο γνωστά: κείμενα της δικηγόρου και συγγραφέως Κωνσταντίνας Βρεττού – Γεωργακάκη ή του συγγραφέα και μεταφραστή, Μιχάλη Μακρόπουλου του ποιητή και διηγηματογράφου Δημήτρη Σολδάτου ή του επίσης δικηγόρου Ηλία Τσάκαλου, της ζωγράφου Ζωής Χαλκιοπούλου, του πεζογράφου Κώστα Φωτεινού ή του πρώην ναυτικού αλλά και μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Γιώργου Φερεντίνου. Κάποια από αυτά δημοσιεύονται για πρώτη φορά, κάποια όχι. Σε άλλα πρωταγωνιστεί το λευκαδίτικο τοπίο, σε άλλα οι άνθρωποι. Η γλώσσα, πότε σύγχρονη και πότε ιδιωματική.
Στο προκείμενο όμως: σταχυολογώντας αναγκαστικά, τα διηγήματα «Το δέντρο που μιλούσε στα πουλιά» και «Τα δυο ποτάμια του χρόνου» της Γεωργακάκη, με το έντονο θρησκευτικό αίσθημα και τον ηπίως ηθικοπλαστικό χαρακτήρα, σαν να κρύβουν μια χροιά παπαδιαμαντική –κι ας ακούγονται ελαφρώς αταίριαστες οι λέξεις «είμαστε όλοι επιβάτες ενός τεράστιου διαστημοπλοίου που ονομάζεται Γη και ταξιδεύει στον ωκεανό του χώρου και το ποτάμι του χρόνου» όταν προέρχονται από το στόμα μιας καλής γιαγιάς. Στην «Αγία Μαύρα» και στο «Αγαλμα» του Μακρόπουλου, το λευκαδίτικο τοπίο άλλοτε αντανακλά μια ιστορία παρούσα μα σιωπηλή και απόμακρη και άλλοτε κρύβει ευρήματα που αναδύονται όταν ένας οικογενειάρχης επιχειρήσει να επιβάλει τις φιλοδοξίες του.
Η «Ωραία Ελένη» και η «Βερδίκω» του Σολδάτου είναι δύο γυναίκες ταλαιπωρημένες από τις κοινωνικές επιταγές του περιβάλλοντός τους ή τις ματαιώσεις τους, που διεκδικούν την ελευθερία τους με ολέθρια αποτελέσματα –η γλώσσα τους ωστόσο («εζουρλάθηκες μωρή πομπιεμένη;» ή «να τον τσακίσ’ν οι δαιμόνοι, να τον πάρ’νε και να τον σ’κώσ’νε»!) φτάνει στα αφτιά μας από κάποιον που και τη γνωρίζει και μπορεί να τη χειριστεί λογοτεχνικά. Οι ήρωες του Τσάκαλου, με πρώτο και καλύτερο τον δικαστή κύριο Πέρκα διασώζουν μπόλικες ευτράπελες αλλά και βίαιες πτυχές της καθημερινότητας μιας άλλης εποχής, ενώ η αφήγηση του Γιώργου Φερεντίνου για την περιπέτεια του ελληνικών συμφερόντων «Κάπτεν Τζωρτζ» καταμεσής του Ατλαντικού έχει χαρακτήρα ντοκουμέντου. Στην «πόλη» που περιγράφει ο Φωτεινός οι νοικοκυράδες και οι παραγαδιάρηδες αντικαθίστανται από τους τουρίστες και ο «πλάτανος» της Χαλκιοπούλου έχει ένα σωρό ιστορίες να διηγηθεί.
Κάπως έτσι, το «Παράθυρο στην Λευκάδα» μοιάζει λίγο πιο μεγάλο από όσο το βλέπουν οι πρόχειρες συνόψεις και οι στερεοτυπικές προσεγγίσεις. Το υπονοεί και το εκδοτικό του σημείωμα: «Φτάνει το ελάχιστο για να μυρίσεις την αρμύρα, να δεις τα πανιά του καραβιού να φουσκώνουν και να αισθανθείς την αύρα του ταξιδιού». Και στο κάτω κάτω οι σοβαροί δικαστές και οι παραξενιές τους, οι γιαγιάδες και οι ανεκπλήρωτοι έρωτές τους, οι αποφασισμένοι επαγγελματίες, οι τυχεροί ναύτες που γλιτώνουν από ναυάγια, τα δέντρα που μιλούν με τα πουλιά, οι σαύρες στις ξερολιθιές και οι γλάροι που αιωρούνται πάνω από φάρους κλείνοντάς τους μέσα τους σαν εισαγωγικά είναι κάτι παραπάνω από συστατικά μιας συλλογής με μπόλικο «κουλέρ λοκάλ». «Παντού στη Λευκάδα», λέει ένα από τα διηγήματά της αφοπλίζοντας την όποια αρχική συγκατάβαση και βιασύνη, «ο ορίζοντας είναι πλατύς».

Το βιβλιοπωλείο

Εκατόν είκοσι χρόνια ιστορίας

Οταν το 1897 οι αδερφοί Τσιρίμπαση αποφάσισαν να κατασταλάξουν επαγγελματικά, είχαν ήδη εργαστεί, ο μεν Πάνος ως γραφέας του Πρωτοδικείου Λευκάδας, ο δε Νικόλαος ως ξυλουργός. Ισως λοιπόν αυτές οι φαινομενικές τους διαφορές (μαζί με τις ανάγκες της εποχής και της απομακρυσμένης περιφέρειας) ήταν που έδωσαν εξαρχής στο βιβλιοπωλείο τους έναν χαρακτήρα πολυποίκιλο: τα πρώτα βιβλία που κόσμησαν τα ράφια του ήταν νομικά, ιατρικά, ιστορικά, τεχνικά, εκκλησιαστικά, φιλολογικά ή σχολικά. Σύντομα έγινε κυψέλη συνεύρεσης στην πόλη της Λευκάδας και αφετηρία προβληματισμού. Εξοπλίστηκε με καλλιτεχνικό τυπογραφείο και βιβλιοδετείο και κάπως έτσι οι εκδόσεις του συνεχίστηκαν ακόμα και μετά τον θάνατο των δύο ιδρυτών, από τους απογόνους τους: η «Ελεύθερη Ψυχή» του Σπύρου Φίλιππα, με πρόλογο του Αγγελου Σικελιανού, οι «Αναμνήσεις από τον πόλεμο» του Ιωάννη Καραβία ή η «Ιστορία της ιδρύσεως της Ι. Μ. Φανερωμένης Λευκάδας» του Ευστάθιου Δρακόπουλου είναι μερικές μόνο επιλογές. Κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής είχε επιταχθεί από την ιταλική διοίκηση, το 1942 καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, άντεξε όμως. Σήμερα συνεχίζει τη δραστηριότητά του, με άλλο πρόσφατο εκδοτικό παράδειγμα να αποτελούν τα «Δίσεκτα σονέτα» του Δημήτρη Σολδάτου.

Συλλογικό

Παράθυρο στην Λευκάδα

Γράφουν: Κωνσταντίνα Βρεττού – Γεωργακάκη, Μιχάλης Μακρόπουλος, Δημήτρης Ε. Σολδάτος, Ηλίας Τσάκαλος, Γιώργος Φερεντίνος, Κ.Θ. Φωτεινός, Ζωή Χαλκιοπούλου

Εκδ. Βιβλιοπωλείο Τσιρίμπαση, 2017, Σελ. 210

Τιμή: 15 ευρώ