Αν ήθελε κανείς (για όσους εθελοτυφλούν) να αποδείξει πως για τρεις χιλιάδες χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο, όσο και αν άλλαξαν οι συνθήκες, κάποιες αξίες αλλά κυρίως η εικόνα του Θεού, κατοικούν άνθρωποι με τις ίδιες ευαισθησίες, αν θέλετε, με τις ίδιες ιδεοληψίες και τα ίδια λάθη, δεν έχει παρά να δει πόσο κοντά και ουσιαστικά βαθιά είναι η σχέση της ποίησης που ενέπνευσε γενιές που τις χωρίζουν 30 αιώνες. Μη μου πείτε πως ο λαϊκός μαντιναδολόγος γνώριζε ή είχε διαβάσει Σαπφώ, αλλά ιδού το εξαίσιο παράδοξο: Σαπφώ: «Εδυσε η Σελήνη, έδυσε κι η Πούλια, είναι μεσάνυχτα, περνούν οι ώρες κι εγώ κοιμάμαι μοναχή». Και ιδού το λαϊκό δίστιχο: «Το φεγγαράκι πάει μπροστά κι η Πούλια πάει πίσω, κι εγώ το κακορίζικο δεν λέει ν’ αγαπήσω».

Αλλά σήμερα δεν θα μείνω σ’ αυτό. Αφορμή μου δίνει μια εξαίσια ερμηνεία του αριστουργήματος του Γιάννη Ρίτσου «Η σονάτα του Σεληνόφωτος» που έντυσε μουσικά και σκηνοθέτησε ο Σταύρος Ξαρχάκος με ενσαρκωτή της Γηραιάς Κυρίας αφηγήτριας τον Γ. Παλαμίδα. Η σελήνη από τα πανάρχαια χρόνια σ’ όλη τη μεσογειακή λεκάνη, θεοποιημένη, αποτέλεσε το θηλυκό συμπλήρωμα του αντρικού προτύπου. Είτε ως Αρτεμις είτε ως Ισις είτε ως Αστάρτη ήταν η συμβολική έκφραση λόγω των φάσεων που ακολουθούσε η μηνιαία πορεία της στον χρόνο της Γης, συνδέθηκε με τη γυναικεία φυσιολογία και την περιοδικότητα της εμμήνου ρύσεως. Ακόμη και γήινα φυσικά φαινόμενα περιοδικότητας, όπως π.χ. η αλλαγή πορείας των υδάτων στη θάλασσα του Ευρίπου στη Χαλκίδα, συνδέθηκαν ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη με τις φάσεις της σελήνης. Ο ίδιος ο Ιπποκράτης είχε συσχετίσει τις σεληνιακές μεταμορφώσεις (μήνη, ημισέληνος, πανσέληνος) και με την επιληψία που ο λαός ονομάζει σεληνιασμό!

Ο μεγαλοφυής Μπετόβεν άφησε στην ανθρωπότητα τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μια βαθιά ρομαντική ρωγμή μελαγχολίας, ένα μουσικό στοχασμό πάνω στη γυναικεία θλίψη για την απόδραση της επιθυμίας, την εξορία των οργασμών και τη νοσταλγία της νιότης.

Ο Ρίτσος εκτός από μεγάλος ποιητής ήταν και πιανίστας. Συχνά θυμάμαι καθόταν στο πιάνο και για ώρες έπαιζε δημιουργώντας μια μουσική ατμόσφαιρα είτε για να ξεκουραστεί από την καθημερινή καταβύθιση στον κόσμο των ποιητικών εικόνων είτε για να προετοιμάσει το συναισθηματικό τούνελ πριν εισέλθει στους λαβυρίνθους των ποιητικών εφιαλτών, εκρήξεων ή νηφάλιων ενατενίσεων της δύσκολης πολιτικής, κοινωνικής αλλά και προσωπικής οδοιπορίας.

Στο σημαντικότερο κείμενο μονόλογο των ποιημάτων που ονόμασε «Τέταρτη διάσταση», τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μια γηραιά κυρία απευθύνεται σ’ ένα σιωπηλό νέο (σύντροφο; επίδοξο εραστή; θαυμαστή; το alter ego του ποιητή;) και προσπαθεί να πιαστεί από τα νιάτα του, να αρπαχτεί και να δραπετεύσει από τη μοναξιά, την απελπισία του χρόνου, τον εγκιβωτισμό στη συνήθεια, τον βυθό της ερωτικής ραστώνης, τη θλίψη των πραγμάτων και το ξεθώριασμα των οραμάτων.

Ας είμαστε κάποτε ειλικρινείς. Το είχα γράψει και παλιότερα όταν η «Σονάτα» ερμηνεύτηκε σκηνικά από την Τιτίκα Νικηφοράκη, τη Νίκη Τριανταφυλλίδη και τον έξοχο Βασίλη Παπαβασιλείου, όπως και σε CD από τη μεγάλη Ασπασία Παπαθανασίου. Η γηραιά κυρία του μονολόγου είναι ο ίδιος ο Ρίτσος. Οταν το πρωτοέγραψα ο ποιητής επικοινώνησε μαζί μου τηλεφωνικά και συμφώνησε με την τόλμη μου να το γράψω (όταν τα κνιτάκια τον συμβούλευαν να πάψει να συμπεριφέρεται σαν μικροαστός και να εκθέτει τα πάθη του και τα προσωπικά του αδιέξοδα, δηλαδή να επιμένει να βλέπει να χορεύουν στην Πράγα τα σοβιετικά τανκς που μπήκαν για να καταστείλουν την «Ανοιξη» του Ντούμπτσεκ!), ενώ εκείνος ακόμη δίσταζε να εκτεθεί και κρυβόταν πίσω από περσόνες.

Ενας κατ’ εξοχήν ερωτικός ποιητής, όπως ο Ρίτσος (και ερωτικός με τη βαθύτερη σημασία του όρου, ανοιχτός σε κάθε έλξη ιδεολογική, αισθητική, συναισθηματική, ταξική, σαρκική) είναι φυσικό να νιώθει, όταν ο πανδαμάτωρ χρόνος επέρχεται ακάθεκτος και χειμαρρώδης, ότι βουλιάζει μέσα στην άμμο και προσπαθεί να αρπαχτεί από καθετί, αναμνήσεις, αντικείμενα, οράματα της ηδονής, αγώνες ανεκπλήρωτους, πεθαμένους φίλους και ανεπανάληπτες αλλά τυραννικές ακόμη αισθήσεις αφής, ακοής, γεύσης, όσφρησης, τις πλέον ερωτικές. Οι γυναίκες ηθοποιοί που υποδύθηκαν τη Γηραιά Κυρία του Ρίτσου δεν πρόδωσαν το έργο. Αλλά ο Παπαβασιλείου έπαιξε τον ρόλο με παρένδυση, ντυμένος γυναίκα. Τώρα ο Γιάννης Παλαμίδας στην εκδοχή του Ξαρχάκου αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπο της εξομολόγησης. Χωρίς ίχνος μεταμόρφωσης, χωρίς παρενδυσία, ως ώριμος άντρας αλλά με βαθύ γυναικείο καημό, με τον πανικό της ηλικίας που σαν τσουνάμι ξεγυμνώνει επιθυμίες και αποκαλύπτει κάτω από την πεθαμένη ερωτικά σάρκα οστέα γεγυμνωμένα, ερμήνευσε το μουσικό έργο του Ξαρχάκου με συγκεκριμένο πάθος, έκπληξη μπροστά στην καταιγίδα του επερχόμενου τέλους και με φιλοσοφημένη παραίτηση.

Αυτή όμως η εκδοχή οφείλει τα πάντα στην προσέγγιση του Ξαρχάκου. Αυτός ο εκπληκτικός μελωδίστας, που μας έχει χαρίσει βαθιές μουσικές εμπειρίες, έφτασε εδώ στον βυθό της απελπισίας και της επερχόμενης απώλειας χωρίς να υποχωρήσει στους πειρασμούς μιας ευαισθησίας μελωδικής. Αυτοσχεδιάζοντας και προεκτείνοντας τη βασική μελωδική γραμμή της «Σονάτας» του Μπετόβεν, με σεβασμό στο ύφος, το ήθος και τον μεταφυσικό της οίστρο, μελοποίησε τον μονόλογο του Ρίτσου άλλοτε με ρυθμικά σχήματα, άλλα με πρόζα ενταγμένη στον χρόνο της μουσικής και άλλοτε άριες γεμάτες απελπισία, προσμονή, νοσταλγία και επώδυνες κραυγές μπρος στο κατεδαφιστικό προσδοκώμενο που νομίζω πως έφτασε με ένα αξιοθαύμαστο αισθητικό αποτέλεσμα και θα καθορίσει πλέον οριστικά το αριστούργημα του Ρίτσου, γιατί πιστεύω πως ο μουσικός Ρίτσος, στη μοναξιά των προσεγγίσεων του γήρατος, στο πιάνο μουσικά συνέλαβε και μουσικά συγκρότησε το ποίημά του. Εξ άλλου όταν το τύπωσε στον πρόλογο είχε περιλάβει και το πεντάγραμμο με τις πρώτες μπατούτες από τη «Σονάτα» του Μπετόβεν, όπως και στο τέλος.

Ο Ξαρχάκος πήγε παραπέρα. Ο Ρίτσος θέλει να ακούγεται υπόγεια η «Σονάτα» όσο ομιλεί η Γηραιά Κυρία – ποιητής. Ο Ξαρχάκος βρήκε πατήματα στο κείμενο και πάνω στον Μπετόβεν σαν παλίμψηστο ανακάλυψε τη μουσική των λέξεων, του ρυθμού και της υπόγειας μελωδικής απελπισίας.

Ο Ρίτσος όταν έγραφε το έργο ήταν υποχρεωμένος, δυστυχώς, να λογοδοτεί στο κόμμα και στη ρητορική του. Γι’ αυτό ηχεί παράδοξα το τέλος (τελείως εκτός υπολοίπου κλίματος / όπου η γηραιά κυρία επιθυμεί να βγει στην πόλη και να ακούσει τα σφυριά, το μυστρί και την ευρωστία του προλεταριάτου!

Ο Παλαμίδας αναδείχτηκε ο ιδανικός ερμηνευτής του έργου. Ευαίσθητος, οργισμένος, εξουθενωμένος, νοσταλγός, ηττημένος και αξιοπρεπής μπροστά στο τετελεσμένο.

Στο πιάνο, στον ρόλο του σιωπηλού νέου – εραστή ο πιανίστας Νεοφυτίδης αξιοποίησε το μουσικό και σκηνοθετικό όραμα του Ξαρχάκου.

Αλήθεια, πήρε είδηση η καφενόβια κουλτούρα μας την πρόταση Ξαρχάκου; Παρηγοριά μοναδική πως στο Γκαζάρτε το βράδυ που είδα την παράσταση η αίθουσα ήταν γεμάτη κυρίως από νέα αγόρια και κορίτσια.

Στην περασμένη Επιφυλλίδα παράπεσε μια σελίδα του χειρογράφου όπου αναφερόμουν στους συντελεστές της παράστασης των Κραουνάκη – Κάλμπαρη στο Θέατρο Τέχνης. Τα επισυνάπτω για λόγους δικαιοσύνης:

«Η Μαρία Τσίγκα χορογράφησε με γνώση, η Στέλλα Κάλτσου φώτισε με ευαισθησία.

Ο Κραουνάκης (Βικτόρ) έκπληξη και θεατρικό επιχείρημα μεγατόνων. Η Μπαξεβάνη (Εσθήρ) χάρμα ύφους, φωνής και κίνησης.

Ο Χάρης Φλέουρας (Λιλή) λιτός και συνάμα ουσιώδης και κυνικός.

Ο Γεροντίδης ουσιαστικός, ο Ευστρατίου στέρεος, η Μ. Τζάνη συνεχώς μας αιφνιδιάζει με το εύρος της φαντασίας της. Ο Γεράσιμος Γεννατάς κατόρθωσε να ισορροπήσει τη γελοιότητα του κερατά με την τραγικότητα του προδομένου αυτόχειρα.

Η Φ. Παπαδόδημα μεγάλο απόκτημα: κάνει την υποκριτική τραγούδι και το τραγούδι μίμησιν πράξεως».