Στο ίδιο έργο θεατές. Με πανάκριβο για άλλη μία φορά εισιτήριο. Η αέναη διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ με τον εαυτό του που επαναλήφθηκε εις ανάμνησιν του «αντιστασιακού» του χαρακτήρα και της αντιμνημονιακής καταγωγής του κατέληξε στη γνωστή κωλοτούμπα με την αποδοχή νέων μνημονιακών δεσμεύσεων. Στο μεταξύ, το κόστος ανέβηκε, οι συντάξεις κατέβηκαν, η ανάπτυξη βραχυκυκλώθηκε και οι φόροι εκτινάχθηκαν. Από το αυτοαποκαλούμενο κόμμα της αντιλιτότητας, για να μην ξεχνιόμαστε. Παράλληλα, έχει ήδη γίνει καθαρός ο τρόπος που ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνηση θα πορευτούν, προκειμένου να απαλύνουν τη φθορά τους. Καταγγελία του «παρελθόντος» – υπονόμευση του μέλλοντος. Από τη μια, απαξίωση του «παλαιού καθεστώτος», όπως αποκαλούν τη μεταπολιτευτική δημοκρατία, αναζήτηση εχθρών, εξεταστικές και «μάχες» κατά της διαπλοκής. Από την άλλη, μεταφορά από τώρα στην επόμενη κυβέρνηση όσο περισσότερων μέτρων μπορούν. Στο ενδιάμεσο, σκληρή πόλωση, ωμή προπαγάνδα, εξάντληση όλων των ορίων της πελατειακής πολιτικής.
Το σχέδιο έχει όμως δύο τουλάχιστον προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι η νέα συμφωνία με τους δανειστές οριοθέτησε χρονικά τη διάρκεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχει σημασία πότε ακριβώς θα γίνουν οι εκλογές αλλά το ότι η ίδια η κυβέρνηση έδειξε να προετοιμάζει τη φυγή της. Και αυτό αλλάζει την πολιτική ψυχολογία. Από εδώ και πέρα οι ψηφοφόροι μετράνε τον χρόνο και οι ισχυρές κοινωνικές ομάδες αρχίζουν να «συνομιλούν» με τη διάδοχη κατάσταση. Το δεύτερο είναι ότι η τακτική της κυβέρνησης επιβεβαίωσε ότι πατάει σε δύο βάρκες, με αποτέλεσμα να πέφτει πάλι στη θάλασσα. Η ακραία πόλωση και η προεκλογική ατμόσφαιρα υπονομεύουν την πολιτική ομαλότητα που είναι απαραίτητη για να ανακάμψει ουσιωδώς η οικονομία και η κυβέρνηση να βρει νέο θετικό «αφήγημα».
Αυτή η εσωτερική αντινομία αποτελεί εκδήλωση του ευρύτερου προβλήματος ταυτότητας που ταλανίζει το κυβερνών κόμμα. Ο πρώην αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζει τα Μνημόνια με προπέτασμα τα δάκρυα που χύνει καθώς υποχρεώνεται να εφαρμόσει τα σκληρά μέτρα που επιβάλλουν οι «ξένοι». Με άλλα λόγια, έχασε την αντιμνημονιακή ταυτότητα χωρίς να μπορέσει ώς τώρα να γίνει φορέας εθνικής στρατηγικής εξόδου από την κρίση. Αντιθέτως, εξακολουθεί να συνιστά ένα αμάλγαμα μετακομμουνιστικής αριστερής αμηχανίας, εθνικολαϊκιστικού πολιτικού λόγου, παλαιοκομματικής πελατειακής διαχείρισης της εξουσίας και νέας διαπλοκής. Και ως τέτοιο μπορεί να συγκυβερνά με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ. Το ταυτοτικό αμάλγαμα διαμορφώθηκε στις έκτακτες συνθήκες της χρεοκοπίας και της κοινωνικής αγανάκτησης. Για να αναπαράγεται, έχει ανάγκη να υπενθυμίζει την ατμόσφαιρα που το εξέθρεψε, στο πλαίσιο όμως της ρεαλιστικής προσαρμογής που εν τω μεταξύ επέλεξε. Εξού και οι διαδοχικές «αντιστασιακές κωλοτούμπες», που χρειάζονται σαν σκηνικό κρίσης και «αντίστασης» ώστε να εξασφαλίζεται η εσωκομματική συνοχή και να καλύπτεται το κενό στρατηγικής. Ο,τι πρέπει δηλαδή για να παραμένει η Ελλάδα η μόνη χώρα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τη χρεοκοπία.
Το οικονομικό κόστος που φόρτωσαν στους έλληνες πολίτες και στα αδύναμα στρώματα αυτές οι παλινωδίες είναι γνωστό και ασήκωτο. Μεγαλύτερο όμως είναι το πολιτικό κόστος, το οποίο μάλιστα δεν έχει καταβληθεί ακόμα ολόκληρο. Πράγματι, ο μετεωρισμός της ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τη δραματικότερη ένδειξη ότι το νέο κομματικό σύστημα που προέκυψε μετά τον «διπλό εκλογικό σεισμό» του 2012 όχι μόνο δεν θεράπευσε τις παθογένειες του προηγούμενου, αλλά τις αύξησε και τις επιδείνωσε. Εξελίσσεται έτσι σε μια αυτοτελή εστία αναπαραγωγής της ελληνικής κρίσης. Η ευθύνη βρίσκεται κατεξοχήν στην πλευρά των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, καθόσον προσπαθούν να συγκαλύψουν με τον εμπρόθετο εκτραχηλισμό του κομματικού ανταγωνισμού τη μετάλλαξη του «αντιμνημονιακού μετώπου» σε κυνικό διαχειριστή των Μνημονίων, χωρίς να έχει μεσολαβήσει ίχνος ουσιαστικής αυτοκριτικής και οργανωμένης ιδεολογικής αναθεώρησης. Ετσι, ο εμφυλιοπολεμικός λόγος, ο άκρατος λαϊκισμός, η συνεχής χρήση του ψεύδους, η απαξίωση των θεσμών, η καθήλωση στους συμβολισμούς του παρελθόντος, ο βολονταρισμός ερήμην της προγραμματικής προετοιμασίας και της τεχνοκρατικής γνώσης έχουν γίνει συστατικά στοιχεία του νέου πολιτικού ύφους και του τρόπου άσκησης της εξουσίας. Οι επιπτώσεις αυτού του γεγονότος ξεπερνούν τη θητεία της κυβέρνησης. Συνιστούν περιφερόμενη νάρκη που κινδυνεύει να σκάσει μελλοντικά σε απρόβλεπτες ή σχεδιασμένες συγκυρίες, προκαλώντας νέες πολιτικές κρίσεις και οπισθοδρομήσεις.
Κοντολογίς, η Ελλάδα ταξιδεύει με βάρκα που μπάζει νερά και για να σωθεί χρειάζεται άλλο σκαρί. Από τη μια χρειάζεται αυτό που ονομάστηκε στρατηγική ήττα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και του ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς μια αλλαγή των γενικών συσχετισμών και έναν ουσιαστικό αναπροσανατολισμό του χώρου της Αριστεράς και του Κέντρου, η Ελλάδα θα βαδίζει στο χείλος του γκρεμού. Η ευκταία αυτή αλλαγή τέμνει τον ΣΥΡΙΖΑ. Οσο συνεχίζει να ακροβατεί στη μετέωρη ταυτότητα, θα συνιστά εξ αντικειμένου παράγοντα διαιώνισης της εθνικής κρίσης, με πιθανότερη κατάληξη την επικράτηση των σκληρών ευρωσκεπτικιστικών και εν τέλει δραχμικών τάσεων στο εσωτερικό του. Οι άλλες πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς δεν έχουν κανένα λόγο να γίνουν εσωτερικές συνιστώσες αυτής της συριζαίικης διαλεκτικής. Αντιθέτως, ο ρόλος τους είναι να ασκήσουν αποφασιστική κριτική «από τα έξω», σε μετωπική σύγκρουση με την εθνικολαϊκιστική ροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Ορθώς εξάλλου αρνήθηκαν να δώσουν βοήθεια στην κυβερνητική πλειοψηφία για να περάσει τα νέα μέτρα. Οι 153 θα πρέπει να τα χρεωθούν εξ ολοκλήρου, αν μη τι άλλο, σαν σιωπηρή αυτοκριτική για τη ζημιά που έκανε στον τόπο η προηγούμενη λυσσαλέα αντιμνημονιακή δημαγωγία τους.
Ομως η «μάχη της Ελλάδας» κατά της παρακμής και της αυτοαπομόνωσης δεν θα κερδηθεί οριστικά, αν δεν αλλάξει το βαθύτερο πολιτικό και κοινωνικοψυχολογικό υπόστρωμα που διαμορφώθηκε μετά τη χρεοκοπία. Αν δεν κλείσει ο πολιτικός – ιδεολογικός κύκλος που άνοιξε το 2010. Πώς; Αντιπαραθέτοντας στο τέλμα της εθνικολαϊκιστικής αγανάκτησης και στο φιάσκο της μνημονιακής κωλοτούμπας μια άλλη κουλτούρα και στρατηγική «υπέρ της ελευθεροφροσύνης, της δημοκρατίας, της μετριοπάθειας και της ευρωπαϊκής ιδέας», για να αντιγράψουμε τα λόγια του σπουδαίου αριστερού διανοουμένου Δημήτρη Ραυτόπουλου («ΤΑ ΝΕΑ», «Βιβλιοδρόμιο», 8-9/4/2017). Αυτό δεν σημαίνει ότι προτάσσουμε την πόλωση ΣΥΡΙΖΑ / αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Διαπιστώνουμε όμως ότι οι πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις που μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να συμβάλουν σε αυτή την προοπτική, προς το παρόν σιωπούν, ανέχονται και αυτοακυρώνονται. Εναπόκειται επομένως στις πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις της φιλευρωπαϊκής Ελλάδας να προσπαθήσουν να αλλάξουν τις βαθύτερες αντιλήψεις που επικράτησαν τα τελευταία χρόνια. Πρακτικά αυτό σημαίνει να αλλάξουν την πολιτική ατζέντα, μεταθέτοντας τον άξονα από τα συντρίμμια του αντιμνημονίου στην εθνική ανασυγκρότηση και στις ευρείες συμπτώσεις που έχουν σχηματιστεί για το δέον γενέσθαι. Αλλωστε, η εθνική ανασυγκρότηση δεν αφορά μόνο την οικονομία και τον ανασχεδιασμό του κράτους πρόνοιας, αλλά επεκτείνεται στο θεσμικό πλαίσιο, τη συνταγματική αναθεώρηση, τον εκλογικό νόμο, τη δικαιοσύνη και την εκπαίδευση.
Με άλλα λόγια, τέλος του κύκλου της χρεοκοπίας σημαίνει ότι η Ελλάδα αποφασίζει να γίνει ξανά κανονική χώρα. Κάνοντας ό,τι έκαναν οι άλλες χώρες που βγήκαν γρήγορα από τα Μνημόνια.
στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας
του Παντείου Πανεπιστημίου