Πάμε για τέταρτο Μνημόνιο; Αναμφισβήτητα ναι, λένε όσοι γνωρίζουν τον τρόπο λειτουργίας των αγορών και τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Από ένα νέο βαρύ χρηματοδοτικό πρόγραμμα ώς μία προληπτική γραμμή πίστωσης που θα συνοδεύεται από δεσμευτικούς όρους για εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων και μεταρρυθμίσεων σε μορφή Μνημονίου, όλα είναι ανοικτά για την επόμενη μέρα στην Ελλάδα.
Αυτό θα κριθεί –λένε όσοι γνωρίζουν –τους αμέσως επόμενους μήνες, ώς τα μέσα του 2018 που τελειώνει το σημερινό πρόγραμμα. Τότε οι αγορές θα κάνουν ταμείο: Με τι επιτόκιο μπορούν να δανείσουν την Ελλάδα;
Είναι αλήθεια ότι (και) μετά το τέλος του σημερινού προγράμματος η Ελλάδα δεν θα μπορεί να χρηματοδοτήσει από ίδιους πόρους τις ανάγκες της, για μισθούς και συντάξεις ή για την εξόφληση των δόσεων αποπληρωμής του χρέους. Θα πρέπει να βγει στις αγορές για να εξασφαλίσει τα ποσά που θα της λείπουν. Και αν αποδειχθεί ότι δεν μπορεί θα πρέπει να συνάψει νέο μακροχρόνιο δάνειο με τους εταίρους της.
Το πρόβλημα είναι ότι οι αγορές τιμολογούν τα δάνεια που δίνουν με βάση την αξιοπιστία του πελάτη, το ρίσκο που παίρνουν, τον βαθμό ασφαλείας ότι θα πάρουν πίσω αύριο τα χρήματα που δίνουν σήμερα. Οι αγορές δεν λένε δεν δανείζω. Δανείζουν, αλλά δανείζουν ακριβά όταν θεωρούν ότι αναλαμβάνουν υψηλό ρίσκο. Και σήμερα η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα, μπορεί να δανεισθεί από τις αγορές, αλλά με επιτόκιο 8%, απαγορευτικό για την ίδια. Το ίδιο επιτόκιο θα είναι και αύριο, το 2018, αν στο μεταξύ δεν αλλάξει η εικόνα που έχουν σήμερα οι διεθνείς ιδιώτες πιστωτές για τη χώρα μας. Η επανεκκίνηση της οικονομίας και η επίτευξη σταθερά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας και το νοικοκύρεμα του κράτους είναι οι εγγυήσεις που ζητούν για να μας δανείσουν φθηνότερα.
Δυστυχώς, το πρώτο και το δεύτερο Μνημόνιο αλλά και η εμπειρία από την πρώτη και τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου δεν δημιουργούν ισχυρές ελπίδες ότι η Ελλάδα θα κάνει την έκπληξη. Η ελληνική οικονομία έχασε πολύτιμο έδαφος σε μια διαπραγμάτευση που στην ουσία αφορούσε την εσωτερική συνοχή της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ. Οι τελευταίες προβλέψεις προσγειώνουν επικίνδυνα στα επίπεδα του 1%-1,5% τον ρυθμό ανάπτυξης για το 2017, τα οποία δεν επαρκούν για να στηρίξουν τους στόχους του προγράμματος. Οι φόροι εξακολουθούν να αυξάνονται και να συνθλίβουν παραγωγή και κατανάλωση και κρίσιμες μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση των επενδύσεων, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, γίνονται με το ζόρι.
Υπό τις συνθήκες αυτές οι αγορές δύσκολα θα ρίξουν το επιτόκιο. Η Ελλάδα οδεύει ολοταχώς προς ένα τέταρτο Μνημόνιο. Μια προληπτική πιστωτική γραμμή, που θα εγγυάται συνέχιση της χρηματοδότησης σε περίπτωση ατυχήματος κατά τις δοκιμές εξόδου στις αγορές, δεν μοιάζει ικανή να μπορεί να σηκώσει το βάρος των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας μετά τη λήξη του υφιστάμενου προγράμματος. Και ας λέει ο Σόιμπλε, για να μην ξεσηκώσει προεκλογικά τη γερμανική κοινή γνώμη, ότι τέταρτο Μνημόνιο δεν θα υπάρξει. Αλλωστε αυτό έλεγαν από το πρώτο Μνημόνιο… Και φθάσαμε στο κατώφλι του τέταρτου.