Δύο υποψήφιοι που εναλλάσσονται, δημοσκοπικά, στην πρώτη θέση, μεταξύ 23% και 25%. Αλλοι δύο που βρίσκονται κάπου μεταξύ 18% και 20%. Τέσσερις υποψήφιοι πρόεδροι που στριμώχνονται σε ένα δημοσκοπικό περιθώριο πέντε μονάδων. Κι ένα εκλογικό σώμα που δυσκολεύεται να αποκρυσταλλώσει τις αποφάσεις του: τέσσερις στους δέκα δηλώνουν ότι δεν έχουν αποφασίσει ακόμη!
Ποτέ άλλοτε, λένε οι ειδικοί, δεν ήταν τόσο αβέβαιο, τόσο ανοιχτό και ρευστό το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών, μία μόλις εβδομάδα πριν από τη διεξαγωγή τους.
Εχουν πολλά παράδοξα αυτές οι εκλογές στη Γαλλία: ένας πρόεδρος που παραιτείται από τη διεκδίκηση της επανεκλογής του, αφήνοντας την παράταξή του «ορφανή» να τριχοτομείται ανάμεσα σε έναν επίσημο, πλην ακατάλληλο, υποψήφιο, έναν «πιστό» του προέδρου που κατεβαίνει όμως ως ανεξάρτητος κι έναν χαρισματικό εκπρόσωπο μιας «χημικά καθαρής» Αριστεράς που διεκδικεί εισιτήριο για τον δεύτερο γύρο. Στην απέναντι παράταξη, ένας υποψήφιος-έκπληξη που εξόντωσε τα φαβορί της Δεξιάς στις προκριματικές εκλογές, πριν βρεθεί και ο ίδιος νοκ ντάουν από μια υπόθεση που αμφισβητεί την ηθική του στερεότητα. Και μια υποψήφια της Ακροδεξιάς που έχει καταφέρει να εξοικειώσει τη Γαλλία με τη φρίκη, που υπόσχεται να τινάξει την Ευρώπη στον αέρα αν εκλεγεί, κι όμως μοιάζει φαβορί για την είσοδο στον δεύτερο γύρο.
Απέναντι σ’ αυτά τα παράδοξα της πολιτικής «προσφοράς» ορθώνονται τα παράδοξα από την πλευρά της «ζήτησης», από τη μεριά των ψηφοφόρων. Που είναι σημαντικότερα, ακριβώς επειδή δεν είναι συγκυριακά ούτε αμιγώς γαλλικά. Οι δημοσκόποι περιγράφουν ένα εκλογικό σώμα αποστασιοποιημένο, θρυμματισμένο, δίχως πυξίδα, με τα ακροατήρια των υποψηφίων να μοιάζουν πορώδη και με ψηφοφόρους να ταλαντεύονται ανάμεσα σε υποψηφιότητες που βρίσκονται η μία στον αντίποδα της άλλης. Και κυρίως, με τέσσερις στους δέκα να καθυστερούν να αποφασίσουν οριστικά τόσο το «αν» όσο και το «τι» της ψήφου τους.
Δεν ξέρω αν αυτός ο αριθμός, 4 στα 10, είναι μια νέα διεθνής σταθερά της πολιτικής, κάτι σαν ο μαθηματικός τύπος της πολιτικής απροσδιοριστίας. Αλλά τον βλέπουμε να επαναλαμβάνεται σε εκλογικά τοπία πολύ διαφορετικά μεταξύ τους με κοινό χαρακτηριστικό ένα εκλογικό σώμα με χαλαρές πολιτικές ταυτότητες, χλιαρά πάθη, υψηλή απογοήτευση και χαμηλές προσδοκίες, με εκλογική συμπεριφορά δυσανάγνωστη, που τείνει να αποκρυσταλλώνεται στο τέλος του χρόνου, στο κατώφλι του εκλογικού τμήματος.
Είναι ο ίδιος αριθμός που συναντάμε και στις δικές μας δημοσκοπήσεις, έστω κι αν οι δικές μας εκλογές τοποθετούνται σε έναν άγνωστο μελλοντικό χρόνο. Στην πρόσφατη δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, για παράδειγμα, οι περισσότεροι στάθηκαν στη συμβατική ανάγνωση της πρόθεσης ψήφου και στο εντυπωσιακό προβάδισμα της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ με 17,5 μονάδες. Μα, στ’ αλήθεια, πιο σημαντικό από το 33% της ΝΔ ή από το ευσπλαγχνικό 15,5% του ΣΥΡΙΖΑ είναι το 37,5% όσων δηλώνουν ότι θα απέχουν, θα ρίξουν λευκό ή άκυρο ή απλώς δεν έχουν αποφασίσει ακόμη. Που σημαίνει ότι και παρ’ ημίν τέσσερις στους δέκα συμπολίτες μένουν εκτός, παράμερα.
Κι είναι πάλι τέσσερις στους δέκα (44%) που, στην ίδια δημοσκόπηση, δηλώνουν ότι είναι μεν δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση, αλλά θεωρούν ότι δεν υπάρχουν καλύτερες εναλλακτικές λύσεις. Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, πιστεύσαντες και μη πιστεύσαντες την ελπίδα που έρχεται με ένα κόμμα, το οποίο μεταλλάχθηκε από αριστερό σε αντιμνημονιακό για να χτυπήσει την πόρτα της εξουσίας και να υποσχεθεί την επιστροφή στους μακάριους, προ της χρεοκοπίας, χρόνους, όλοι μοιράζονται την απογοήτευση, το τίμημα της διάψευσης. Κι αυτό είναι που γεννά αυτό το ρεύμα απόσυρσης, όχι από ένα κόμμα υπέρ ενός άλλου, αλλά από τη δημοκρατική επιλογή υπέρ της αμφισβήτησής της.
Αυτή είναι η δική μας, η ελληνική εκδοχή του 4 στα 10.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι πίσω από τους αριθμούς που μοιάζουν, υπάρχουν πραγματικότητες διαφορετικές. Είναι οι ευτυχισμένες οικογένειες που μοιάζουν μεταξύ τους. Οι δυστυχισμένες είναι διαφορετικές στη δυστυχία τους.
Και στη δική μας δυστυχία, αυτοί οι συμπολίτες, οι τέσσερις στους δέκα, οι δυσαρεστημένοι που δεν βλέπουν εναλλακτική λύση, οι θυμωμένοι που καταπίνουν τον θυμό τους, γιατί δεν έχουν ελπίδα να την κάνουν προσάναμμα, οι αποκαρδιωμένοι που δεν αποφασίζουν ούτε αν ούτε τι, είναι πολύ βαθύτερα στο μαύρο. Και όσο μακρύς κι αν αποδειχτεί ο δρόμος ώς τις δικές μας εκλογές, η επιστροφή από το μαύρο σε ένα κάποιο πολιτικό φως θα είναι πολύ δυσκολότερη από εκείνη που θα επιχειρηθεί την ερχόμενη εβδομάδα στη Γαλλία –σε αυτές τις εκλογές όπου, ίσως χωρίς να το συνειδητοποιούν, οι Γάλλοι δεν ψηφίζουν μόνο για τον εαυτό τους. Ψηφίζουν και για την Ευρώπη ολόκληρη, ψηφίζουν και για εμάς.
Αλλά το δικό μας το στοίχημα, την ανάκτηση των τεσσάρων στους δέκα από τη δυσπιστία στην εμπιστοσύνη, μόνοι μας πρέπει να το κερδίσουμε.