Θύμισέ μου η Κασσιανή τι ήτανε;

Τροπάριο!

Το αγαπημένο μου. Αυτό και το «Σήμερον κρεμάται».

Εγώ πάλι ψυχοπλακώνομαι. Προτιμάω το «απ’ τη ζωή μου είσ’ απών, ε και λοιπόν, ε και λοιπόν».

Πώς τον λέγανε τον γκόμενο της Κασσιανής;

Πας καλά;

Θεόδωρο; Θανάση; Θέμη;

Θεογκόμενο;

Θεόφιλο; Από «θου», πάντως.

Εφαγε κι αυτή η καψερή μια χυλόπιτα. Κι αυτός πήρε την άλληνε! Πώς τηνε λέγανε την άλληνε;

Εδώ το αρνί το δεκάκιλο πήγε ένα 80άρι και θα μπω εγώ στην καΐλα πώς λέγανε τη γυναίκα του γκόμενου της Κασσιανής;

Θα διαφωνήσω!

Θα πικραθώ!

Εγώ είμαι άλλος τύπος. Πιο πνευματικός, πιο σκεπτόμενος, πιο Γιανναράς. Δεν με ενδιαφέρουν τα γήινα. Ειδικά, τέτοιες μέρες, με πιάνει μια θρησκευτική ανάταση.

Εμένα πάλι μια αλλεργική ρινίτιδα.

Ο άλλος πάνω στον σταυρό μες στο όξος και τη χολή κι εγώ θα κάτσω να ασχοληθώ πόσο πήγε ο οβελίας;

Δεν έχει «ΠΟΣΟ πήγε» ο οβελίας! «ΤΟΣΟ» πήγε ο οβελίας: 80 ευρώ.

Θα πάρεις αρνί ελληνικό ή αυστριακό;

Αυστριακό, να χορεύουμε τον «Γαλάζιο Δούναβη». Τι λέει, Παναγία μου;

Ελληνικό από αυστριακό έχει διαφορά. Πρέπει, πρώτα, να διαπιστώσεις την εθνικότητα.

Ναι, θα ρωτήσω το ίδιο. Το σφαχτάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι με τα αίματα. Το πτώμα θα το ρωτήσω: «Η καταγωγή σας από Αυστρία; Τίποτα συγγένεια με τη Σίσσυ την πονεμένη αυτοκράτειρα έχετε;».

Είπες «αυτοκράτειρα»… Τελικά, η Κασσιανή δεν έγινε αυτοκράτειρα, ε;

Γι’ αυτό δεν έκλεισα μάτι χτες όλη νύχτα. Γιατί δεν έγινε η Κασσιανή αυτοκράτειρα! Ολα τα άλλα προβλήματα στη ζωή μου είναι λυμένα. Οικονομικά, κοινωνικά, υπαρξιακά, τα πάντα. Μόνο η Κασσιανή μου προκαλεί αυτό το απύθμενο κενό μέσα μου.

Δεν επικοινωνούμε. Εγώ Βυζάντιο, εσύ Βαρβάκειο.

Εγώ Χριστό κι εσύ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ! Δεν μας παρατάς, ρε Μάρω, πασχαλιάτικο;

Δεν ακρίβυνε μόνο ο οβελίας. Ακρίβυνε και η μαγειρίτσα.

Α, μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας! Θα φάμε και οβελία και μαγειρίτσα; Τόσο χλιδή πια;

Δεν βγαίνει ο μισθωτός.

Ενώ ο άνεργος θα την κάνει ταράτσα.

Και δεν είναι μόνο το κρεατικό. Είναι και το σού ‘πα – μού ‘πες. Μια πατάτα, μια σαλάτα, ένα κρασί… τα βάζει κάτω ο άλλος…

Και ψάλλει το τροπάριο της Κασσιανής.

Και κόψανε, λέει, υπερωρίες, δώρα, επιδόματα…

Αντε, με το καλό να κόψουνε και τους μισθούς.

Να δουλεύουμε και να τους πληρώνουμε κι από πάνω.

Ποιος δουλεύει ποιον!

Ποιος πληρώνει ποιον!

Ποιος σουβλίζει ποιον!

Τελικά, εσείς τι θα σουβλίσετε;

Μια ομελετίτσα!

Ασχετο, αλλά πολύ δεν σ’ το κρεπάρανε το μαλλί στο κομμωτήριο;

Δεν είναι απ’ αυτό. Πέρασα κάτω από τον Επιτάφιο, σηκώθηκα το ζώον απότομα κι έκανα καρούμπαλο.

Πέρσι η Τέτα πήγε Ιβηρική Χερσόνησο.

Εμείς πέρσι πήγαμε στην Κούλα στο ισόγειο.

Περάσατε καλά;

Την πετύχαμε κλειστή. Είχε πάει Καρύταινα.

Καλό παιδί η Καρύταινα.

Χωριό είναι η Καρύταινα. Στην Ορεινή Αρκαδία.

Κι η Αρκαδία καλό παιδί…

Καλό παιδί.

Καλό Πάσχα.

Καλώ Θεσσαλονίκη!