Τη θυμάμαι να καταφθάνει, πρόπερσι, σε εξοχικό φίλων που την είχαν καλέσει για το τριήμερο του Πάσχα. Αφού τους είχε για δεκαπέντε μέρες στο «θα έρθω, δεν θα έρθω», μια γιατί είχε πολλές δουλειές, μια γιατί δεν ήταν σε mood για διακοπές σε οικογενειακό περιβάλλον. Εισέβαλε λοιπόν στο σπίτι με τον αέρα μιας πολυδιαφημισμένης επαναστατικότητας που φούσκωνε τα πανιά της από την πρώτη νιότη της και ανακοίνωσε με αντικομφορμιστικό τουπέ στους ανθρώπους που θα τη φιλοξενούσαν ότι δεν έφερε κανένα δώρο γιατί αυτά είναι αστικές συμβάσεις και κατάλοιπα, ενώ εκείνη είναι «ώριμο τέκνο της οργής». Επίσης εξαρχής δήλωσε ότι, για τους ίδιους λόγους, δεν θα ερχόταν στην εκκλησία το βράδυ της Ανάστασης –καλά, για τον Επιτάφιο ούτε λόγος. Της έδωσα φωναχτά συγχαρητήρια για τη δυνατή γροθιά στα μούτρα του κατεστημένου και, από μέσα μου, αγάπησα τις συμβάσεις του Πάσχα. Ολα αυτά δηλαδή που δημιουργούν τη γενική εικόνα, αν και τα περισσότερα δεν έχουν, στην ουσία, πραγματική σχέση με αυτήν.
Διότι το Πάσχα –όπως άλλωστε και οι περισσότερες γιορτές –μια σειρά από συμβάσεις είναι που, ενώ μπορεί να φαίνονται άσχετες μεταξύ τους, ταιριάζουν σαν τα κομμάτια από το παζλ των μη καταγεγραμμένων παραδόσεων. Της πραγματικής ζωής κάτω από την πρόφαση των εκκλησιαστικών τελετουργικών. Μπορεί, δηλαδή, οι αυτοαποκαλούμενοι άθεοι να βαράνε τις γροθιές τους στους τοίχους των σόσιαλ μίντια για να ταράξουν εμάς τους, κατά τη γνώμη τους, θρησκόληπτους επειδή θα φάνε κρέας τη Μεγάλη Παρασκευή, αλλά κι εγώ, εγγονή παπά ούσα, το στοίχημα με την κατανάλωση του αρτύσιμου κέρδιζα ή έχανα, από παιδί, τέτοια μέρα.
Τι μένει άλλωστε από κάθε Πάσχα που αφήνουμε πίσω μας; Τα αβγά που έσπασαν στο βάψιμο, τα τσουρέκια που πήραμε για πρώτη φορά από άλλο μαγαζί και βγήκαν μάπα, μήπως να κάνουμε –έτσι, για αλλαγή –χορτοφαγική μαγειρίτσα (ούτε που να το σκεφτείς!), κάτι τσίπουρα το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου που μας έκαναν κουδούνι, η λαμπάδα του παιδιού που τσάκισε, ο σοκολατένιος λαγός που έλιωσε στη διαδρομή προς το εξοχικό.
Μωρέ, και με αναπτήρα, που λέει ο λόγος, να ανάβουν το Αγιο Φως, εμείς κάθε χρόνο με την ίδια λαχτάρα θα το πηγαίνουμε στο σπίτι. Ετσι, για το έθιμο, αλλά, ανομολόγητα, για την ψυχική ασφάλεια που σου δίνει το άσυλο της συνήθειας. Και θα συνεχίσουμε να κάνουμε με τη φλόγα της λαμπάδας τον σταυρό πάνω από την πόρτα όπως έκανε ο πατέρας μας και θα τσακωνόμαστε πάντα την Κυριακή του Πάσχα για το αν ψήθηκε καλά το αρνί όπως έκαναν οι θείοι μας. Κι ας μην αρχίσουμε τις γκρίνιες για τα κινητά που σηκώνονται σαν λάβαρα στην περιφορά του Επιταφίου ούτε για τις σέλφι στο «Δεύτε λάβετε φως» ούτε για λαμπάδες «Survivor» –αν υπάρχουν. Γι’ αυτό κρατάμε ζωντανές τις παραδόσεις. Διότι μπορούμε να τις μετασχηματίσουμε ανάλογα με τις συνήθειες, τις ανάγκες και τις εξαρτήσεις μας. Οι παραδόσεις μένουν ίδιες γιατί μπορούμε να τις διαμορφώνουμε.
Καλή αντάμωση στους Επιταφίους.