Οπως έχει καταδειχθεί αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν, οι προβλέψεις στην πολιτική είναι πλέον κάτι περισσότερο από επισφαλείς. Ο κανόνας αυτός φαίνεται να επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση του τουρκικού δημοψηφίσματος: κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν το πρωί της Δευτέρας ο Ταγίπ Ερντογάν θα έχει αποκτήσει εξουσίες που ούτε ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ δεν είχε ονειρευτεί ή εάν θα έχει υποστεί μια οδυνηρή ήττα.
Το βέβαιο είναι όμως πως, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, αυτή που θα ξημερώσει θα είναι μια εντελώς διαφορετική Τουρκία. Η τυχόν έγκριση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων από τους τούρκους πολίτες θα θολώσει ακόμη περισσότερο την ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής χώρας. Παράλληλα θα καταστήσει τον τούρκο πρόεδρο πανίσχυρο σε τέτοιον βαθμό ώστε δεν μπορεί να ξέρει κανείς εάν από αυτή την υπερβολική ισχύ θα αισθανθεί ασφαλής, και άρα θα κινηθεί εντός ενός πλαισίου λογικής και σωφροσύνης που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στην επίλυση του Κυπριακού, ή εάν θα χάσει το μέτρο. Από την άλλη πλευρά, μια ενδεχόμενη ήττα στις κάλπες είναι προφανές ότι θα κάνει την Αγκυρα πιο ανασφαλή και νευρική.
Η γειτνίαση με την Τουρκία δεν ήταν ποτέ εύκολη για τη χώρα μας. Είναι όμως ακριβώς χάρις σε αυτή τη δυσκολία που οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν συσσωρεύσει μια εμπειρία ικανή και αρκετή για τον χειρισμό ενός επικίνδυνου γείτονα. Εναν χειρισμό που δεν πρέπει να γίνεται ασφαλώς με φόβο. Αλλά με αυτό που απαιτούνταν πάντοτε: αμέριστη προσοχή.