Την αλφαβήτα της ζωής την πρωτοσυλλάβισα σ’ ένα μικρό χωριό στη Σαλαμίνα. Καμιά πενηνταριά οικογένειες το πολύ, αλλά για μένα τότε ήταν η σύνοψις του κόσμου.
Θυμάμαι, τέτοιες μέρες, όλο το σπίτι ανάστατο. Φέρναμε μια γυναίκα για την αυλή, να την ασπρίσει. Δεν έτυχε να το δω αλλού, αλλά σε όλα τα σπίτια στο Αμπελάκι στην αυλή δεν είχε ούτε πλακάκι ούτε γρασίδι ή τίποτα τέτοιο. Είχε μόνο ασβέστη. Υπήρχε, θυμάμαι, μια τεράστια μπάλα από μάρμαρο που μ’ αυτήν, κυλώντας την, έστρωναν καλά το χώμα. Το πάταγαν γερά κι ύστερα άρχιζαν να το περνάνε στρώσεις στρώσεις τον ασβέστη. Μόλις στέγνωνε, άντε πάλι με τη βούρτσα, κι αυτό κάθε χρόνο, κάθε χρόνο, ώσπου έφτανε να γίνει μια παλίμψηστος κρούστα σαν μαλακό και πάλλευκο τσιμέντο άσπιλο. Οπως, δε, ενωνότανε με την κάτασπρη μάντρα, έτσι κι έμπαινες απ’ την αυλόπορτα, σαν να βρισκόσουν ξαφνικά στο εσωτερικό ενός αβγού ενός υπερμεγέθους πάλλευκου κύκνου.
Μόνο τα λουλούδια στο μεσιανό παρτέρι που κυκλώνανε τον φοίνικα φτιάχναν μικρό και μυρωδάτο ένα ολοζώντανο χαλί. Φρέζες, ζουμπούλια, νάρκισσοι, κάλλες, βιολέτες, μοσχομπίζελα, αζαλέες, γαρδένιες, καμέλιες, ορτανσίες, στη μέση η χουρμαδιά λίκνιζε το κορμί της αργά σαν να την ξυπνούσε η άνοιξη.
Μεγάλη Πέμπτη βγαίναμε στον κήπο με τη μητέρα μου και κόβαμε μικρά φύλλα ή πέταλα απ’ όσα είχαν ανθίσει (οι γαρδένιες αργούν ακόμα).
Τα ‘θελε για τ’ αβγά. Επαιρνε ένα φυλλαράκι, το ακουμπούσε στο αβγό, το τύλιγε με τούλι και μετά το ‘ριχνε στην κατσαρόλα που κόχλαζε η κόκκινη μπογιά μαζί με μπόλικο ξίδι. Ολο το σπίτι μύριζε ξίδι. Εγώ ξίνιζα τα μούτρα μου. «Το ξίδι είναι υγεία» έλεγε, χαμήλωνε τη φωτιά μη και της ραγίσουν, περίμενε να σφίξουν καλά κι ύστερα να τα βγάλει με την τρυπητή κουτάλα να περιμένει να κρυώσουν.
Τότε ξετυλίγαμε το τούλι κι έβλεπα με τα παιδικά μου μάτια ένα μικρό θαύμα να γίνεται μπροστά μου. Τα φυλλαράκια και τα πέταλα είχαν αφήσει το αποτύπωμά τους απάνω στο βαμμένο τσόφλι κι έβλεπες στην κατακόκκινη επιφάνεια ν’ ανθίζει όλη η άνοιξη.
Κοίταζα όλα τα σχήματα που φτιάχνανε οι νευρώσεις όπως διακλαδώνονταν στην κυρτή επιφάνεια, σαν δρομάκια που δεν είχαν στόχο ή προορισμό άλλον παρά να συναντιούνται και ν’ αποχωρίζονται, χιλιάδες πόροι, μικρά αστεράκια σ’ έναν ρόδινο λιλιπούτειο ουρανό.
Μετά είχαμε το γυάλισμα. Μ’ ένα μαλακό πανάκι ραντισμένο δυο τρεις λάδι τα γυάλιζε με τις ώρες πιάνοντάς τα με τα λεπτά της δάχτυλα απαλά απαλά σαν να φοβόταν μήπως και τα πληγώσει. Και τέλος, αφού έβαζε ένα κεντητό ομόχρωμο πετσετάκι σ’ ένα ψάθινο μικρό καλάθι, τα τοποθετούσε με μεγάλη προσοχή στον μπουφέ της τραπεζαρίας.
Ξύπνησαν μέσα μου όλα αυτά προχθές στο σουπερμάρκετ ψάχνοντας ν’ αγοράσω έτοιμα κόκκινα αβγά.
Χρόνια είχε να μ’ επισκεφθεί αυτή η μνήμη. Το μόνο που έρχεται συχνά, ευτυχώς μόνο στον ύπνο μου, είναι αυτή η μαρμάρινη μπάλα της αυλής. Κυλάει με φόρα κι έρχεται καταπάνω μου. Τρέχω, ξανατρέχω, αλλά και πάλι μένω ακίνητος. Κι αυτή όλο έρχεται να με λιώσει με τη μαρμαρένια της τη δύναμη. Αδύνατον να της ξεφύγω.
Ξυπνάω με την καρδιά στο στόμα.
Πάλι ξέχασες αυτό για την ταχυκαρδία, λέω, παίρνω το χάπι και ήσυχος πια ότι δεν θα ‘ρθει η μνήμη να με συνθλίψει κλείνω τα μάτια και ξανακοιμάμαι.
Μπροστά στο ράφι με τ’ αβγά μια κυρία:
–Πού φτάσαμε, κύριε Φασουλή. Να κοιτάμε τις τιμές στα σουπερμάρκετ.
–Γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, κυρία μου, γιατί δεν βλέπαμε τις τιμές στα σουπερμάρκετ.
Χρόνια σας πολλά.
ΥΓ: Κάποια βραδιά του Αυγούστου, πάνε χρόνια τώρα, με πήρανε τηλέφωνο απ’ το χωριό, πάει ο φοίνικας, λέει, έπεσε. Την άλλη μέρα πέθανε η μητέρα μου.
Καλή Ανάσταση.