Με τιμές αρχηγού κράτους υποδεχόμαστε κάθε χρόνο το Αγιο Φως. Ειδική αποστολή μεταβαίνει το Μεγάλο Σάββατο στα Ιεροσόλυμα για να το μεταφέρει από τον Πανάγιο Τάφο στην Αθήνα και από εκεί να φτάσει στις εκκλησίες όλης της Ελλάδας. Στο αεροδρόμιο, το ίδιο βράδυ, ειδική πομπή, επίσημοι, υπουργοί, σε παράταξη, αναμένουν την άφιξή του. «Με τιμές αρχηγού κράτους»…
Ως σύμβολο της ορθόδοξης πίστης και της θρησκείας μας, το Αγιο Φως σηματοδοτεί την Ανάσταση. Είτε είμαστε πιστοί είτε όχι, η Ανάσταση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της θρησκευτικής μας παράδοσης. Τα ήθη και έθιμα που εκπορεύονται από τη θρησκεία είναι πλήρως ταυτισμένα με την ελληνική ταυτότητα. Ο σεβασμός στα σύμβολα είναι και σεβασμός στον άλλον και στον καθένα από εμάς.
Οπως πηγαίνουμε να ακούσουμε τη Μεγάλη Τρίτη το Τροπάριο της Κασσιανής, όπως προσκυνούμε τον Επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή, έτσι και στην Ανάσταση, με τα κεράκια ή τις λαμπάδες μας, πηγαίνουμε στην Εκκλησία.
Αναρωτιέμαι όμως γιατί ο τρόπος υποδοχής είναι τόσο καθοριστικός ώστε να υπαγορεύει, ή καλύτερα να απαιτεί, ένα πομπώδες τελετουργικό; Γιατί οι σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους να επηρεάζονται από τον περισσότερο ή λιγότερο τιμητικό τρόπο που πραγματοποιείται η τελετή υποδοχής;
Το ζήτημα, έστω και σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, δεν είναι οικονομικό και δεν προκύπτει από το πόσο μας κοστίζει όλη αυτή η διαδικασία. Το ζήτημα είναι ουσιαστικά πνευματικό και φιλοσοφικό, άμεσα συνδεδεμένο με την πίστη: η ορθόδοξη θρησκεία διδάσκει την ταπεινότητα, την εσωτερικότητα, τη γαλήνη. Και υπερισχύει κάθε κοσμικής αντιστοιχίας.
Φυσικά και να τιμάται η υποδοχή του. Φυσικά και να οργανώνεται ένα τελετουργικό. Αλλά πώς είναι δυνατόν να απαιτούνται «τιμές αρχηγού κράτους» για ένα θρησκευτικό γεγονός; Από πότε το θρησκευτικό χρήζει κοσμικής μεταχείρισης; Και μάλιστα να πρέπει να στήνεται στρατιωτικό άγημα. Κάποιες συνήθειες δεν είναι κακό, με το πέρασμα του χρόνου, να κρίνονται και τελικά να τροποποιούνται. Είναι κι αυτό πρόοδος.