Στα όρια της φτώχειας ζει ένας στους δύο εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα. Η επέλαση των ευέλικτων μορφών εργασίας με μισθούς πείνας έχει δημιουργήσει τους νεόπτωχους εργαζομένους, οι οποίοι αναγκάζονται να«στηρίζονται» στο τρίπτυχο «μισή δουλειά, μισός μισθός και σύνταξη 500 ευρώ». Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα ο μέσος μισθός για πάνω από 100.000 εργαζομένους μερικής απασχόλησης διαμορφώνεται στα 393,79 ευρώ, ενώ ο ένας στους δύο λαμβάνειπλέον μισθούς κάτω των 800 ευρώ.
Από τη σύγκριση των ευρημάτων της Ερευνας Εργατικού Δυναμικού των ετών 2009 και 2016 παρατηρείται ότι στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ. Το 2016 το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 38,8% από 13,1% το 2009. Στη ζώνη αποδοχών από 700 έως 899 ευρώ καταγράφεται μείωση κατά τέσσερις μονάδες, από το 27,3% το 2009 σε 23,6% το 2016.
Συντριβή έχει υποστεί το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 900 και 1.300 ευρώ. Από 35,7% το 2009 σε 17,6% το 2016.

ΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ. Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (ETUC) και του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Συνδικάτων (ETUI), οι μισθοί στην Ελλάδα μειώνονται την τελευταία οκταετία κατά μέσο όρο 3,1% το έτος. Στην έρευνα σημειώνεται ότι οι εργαζόμενοι στην Ευρώπη συνεχίζουν σήμερα να μην αισθάνονται την οικονομική ανάκαμψη, καθώς οι μισθοί σε επτά κράτη – μέλη της ΕΕ βρίσκονται σήμερα σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με οκτώ χρόνια πριν.
Μεταξύ 2009-2016 ο μέσος (αποπληθωρισμένος) μισθός μειωνόταν κάθε χρόνο κατά 3,1% στην Ελλάδα, 1% στην Κροατία, 0,9% στην Ουγγαρία, 0,7% στην Πορτογαλία, 0,6% στην Κύπρο, 0,4% στο Ηνωμένο Βασίλειο και 0,3% στην Ιταλία. Στο ίδιο διάστημα σε 18 χώρες της ΕΕ οι μισθοί έχουν αυξηθεί με πολύ πιο αργό ρυθμό κατά τη διάρκεια των επτά αυτών ετών που ακολούθησαν την κρίση από ό,τι τα οκτώ χρόνια που προηγήθηκαν. Μόνο σε 3 χώρες –τη Γερμανία, την Πολωνία και τη Βουλγαρία –οι αυξήσεις στους μισθούς κατά την περίοδο 2009-2016 ξεπέρασαν τις αντίστοιχες αυξήσεις της περιόδου 2001-2008.
ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΚΑΤΩΤΑΤΟΣ. Δραματική είναι και η μείωση του κατώτατου μισθού. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τα κατώτατα όρια έχουν υποστεί σε διάφορες χώρες της ΕΕ απώλειες σε όρους πραγματικών αποδοχών εξαιτίας της επιβράδυνσης των ονομαστικών αυξήσεων και της υστέρησής τους συγκριτικά με την άνοδο των τιμών ή/και του παγώματος των κατώτατων μισθών. Ωστόσο, με εξαίρεση την Ελλάδα, σε καμία χώρα της ΕΕ δεν έχει γίνει ονομαστική μείωση του κατώτατου μισθού στη διάρκεια της κρίσης. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ όπου, στο πλαίσιο του δεύτερου Μνημονίου, επιβλήθηκε το 2012 ονομαστική μείωση πρωτοφανούς εύρους στον κατώτατο μισθό κατά 22% (και κατά 32% για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών) και έκτοτε ο κατώτατος μισθός παραμένει παγωμένος στο ίδιο επίπεδο.

Ο κατώτατος μισθός, μέσω της δραστικής ονομαστικής συρρίκνωσής του, σε συνδυασμό και με την πλήρη αποδόμηση και κατάρρευση του συστήματος συλλογικής διαπραγμάτευσης και των ΣΣΕ, μετατράπηκε από εργαλείο προστασίας των χαμηλόμισθων σε επιταχυντή της γενικευμένης μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, όπως επιδίωκε η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης. Μετά τη συρρίκνωση ή τη συγκράτηση των πραγματικών κατώτατων αποδοχών κατά την περίοδο της κρίσης διαφαίνεται μια νέα δυναμική σε διάφορες χώρες της ΕΕ που χαρακτηρίζεται από σημαντικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού.

Από την επεξεργασία των στοιχείων της Eurostat διαπιστώνεται ότι μεγάλες ποσοστιαίες αυξήσεις του κατώτατου πραγματικού μισθού σημειώνονται το 2015 και το 2016 στη Ρουμανία (16,2% και 12,3%), στη Βουλγαρία (10,5% και 14,5%), στις Βαλτικές Χώρες (Λετονία 12,3% και 2,9%, Λιθουανία 8,7% και 16%, Εσθονία 9,7% και 9,4%) και σε μικρότερη κλίμακα στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία, Ουγγαρία).

ΕΥΕΛΙΞΙΑ ΠΑΝΤΟΥ. Παράλληλα, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης παραμένουν σταθερά στην πρώτη θέση. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 56,8% των νέων προσλήψεων τον Φεβρουάριο αφορούν συμβάσεις με μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία. Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης καταλαμβάνουν δυσθεώρητο μερίδιο στην εγχώρια αγορά εργασίας, δεδομένου ότι από τον Ιανουάριο του 2016 έως και τον Φεβρουάριο του 2017 οι συμβάσεις μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης άγγιξαν το 1.300.000. Οι θέσεις πλήρους απασχόλησης παραμένουν σταθερά μειοψηφία και αντιστοιχούν στο 45,21% έναντι 40,04% της μερικής και 14,75% της εκ περιτροπής εργασίας.

Συγκεκριμένα, τον περασμένο Φεβρουάριο δημιουργήθηκαν επιπλέον μόνο 962 νέες θέσεις πλήρους απασχόλησης (από 58.813 νέες θέσεις τον Ιανουάριο έφτασαν τις 59.775 νέες θέσεις τον Φεβρουάριο), ενώ οι νέες θέσεις μερικής απασχόλησης αυξήθηκαν κατά 6.026 (από 49.283 σε 55.309) και οι εκ περιτροπής κατά 4.753 (από 18.405 σε 23.158). Να σημειωθεί πως μόνο τον Φεβρουάριο 2.692 συμβάσεις μετατράπηκαν από πλήρη σε μερική απασχόληση, 1.002 έγιναν εκ περιτροπής με συμφωνία του εργαζομένου και άλλες 426 με μονομερή απόφαση του εργοδότη.