Σαν κρατήρας, η τρύπα στη μέση της σκηνής υπενθυμίζει την πτώση. Ο καθρέφτης, μεγάλος, επιβλητικός, απέναντι από το κοινό δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής. Στην «Πλατεία Ηρώων» («Heldenplatz»), το κύκνειον άσμα του αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ (Thomas Bernhard, 1931-1989), τα πράγματα υπακούν σε μια αυστηρότητα, σε μια τάξη, σε μια πειθαρχία. Και από πίσω πάλλονται οι ψυχές των ανθρώπων.

Παραγγελία του Μπουργκτεάτερ στον συγγραφέα για την εκατοστή επέτειο του θεάτρου, έκανε πρεμιέρα το 1988 διχάζοντας κοινό και κριτικούς. Γιατί η θεματολογία του απαιτούσε να σταθεί ο θεατής απέναντι στην πρόσφατη ιστορία (του) και να την κρίνει. Να κρίνει την πατρίδα του και μαζί όλα τα στερεότυπα: τον θεσμό της οικογένειας, την αστική κοινωνία, τον ακαδημαϊκό κόσμο, την πολιτική, τη θρησκεία, την τέχνη. Τον εαυτό του.

Ο τίτλος παραπέμπει στην (πραγματική) Πλατεία Ηρώων, όπου τον Μάρτιο του 1938 ο Χίτλερ, μπροστά σε ένα πλήθος διακοσίων χιλιάδων αυστριακών, είχε διακηρύξει την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γ’ Ράιχ. Ο Μπέρνχαρντ με το θεατρικό του μας μεταφέρει μισό αιώνα αργότερα στο διαμέρισμα μιας οικογένειας πάνω στην ίδια πλατεία την ημέρα της αυτοκτονίας του συζύγου και πατέρα, του εβραίου καθηγητή Μαθηματικών Γιόζεφ Σούστερ. Αν και εμείς οι θεατές δεν συναντάμε ποτέ επί σκηνής τον καθηγητή, ο συγγραφέας διαμορφώνει το πορτρέτο του μέσα από τις διηγήσεις, τις συζητήσεις και τις αναμνήσεις των οικείων του. Μαζί ο Μπέρνχαρντ δίνει το στίγμα μιας μελλοντικής εποχής, της δικής μας: οι εξτρεμιστικές οργανώσεις, οι φυλετικές διακρίσεις, οι προκαταλήψεις, ο εθνικισμός αποτελούν βασικά συστατικά της «Πλατείας Ηρώων», που γράφτηκε πριν από την άνοδο του φασισμού κι όμως κρούει ήδη τον κώδωνα.

Το έργο αρχίζει από το βαθιά προσωπικό και καταλήγει στο συλλογικό, ανοίγοντας τη φωτογραφία στη μεγάλη εικόνα, την καθημερινότητα στην ανθρωπότητα. Με τον μεγάλο απόντα, τον καθηγητή Σούστερ, να αποτελεί τον κυρίαρχο του παιχνιδιού. Σαν ένας άλλος φασίστας που επιβάλλεται στους πάντες, ακόμα και μετά θάνατον.

Με την ακριβή και καίρια μετάφραση της Εριδος Κύργια στα χέρια του ο Δημήτρης Καραντζάς έστησε την παράσταση σεβόμενος κατ’ αρχήν το ίδιο το έργο. Χωρισμένο σε τρεις πράξεις ακολουθεί μια αντίστροφη πορεία, με την πρώτη πράξη να συγκεντρώνει μια δύναμη και μια δυναμική που στη συνέχεια εξασθενεί. Οχι όμως εις βάρος της παράστασης, ίσως γιατί η πορεία αυτή αντικατοπτρίζει την ίδια την αντίστροφη μέτρηση της ζωής.

Με καθαρές γραμμές και σαφήνεια ο Δημήτρης Καραντζάς άφησε τους ήρωες να ακολουθήσουν τον δρόμο του συγγραφέα και να μιλήσουν το κείμενό του, δημιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο. Πέτυχε να ενώσει αυτή την «οικογένεια» μέσα από τις διαφορετικότητές της. Δεν εγκλωβίστηκε σε μεθόδους. Η «Πλατεία Ηρώων» είναι μια δυνατή στιγμή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. «Το μόνο που φοβάται η ανθρωπότητα είναι το πνεύμα του ανθρώπου» λέει ο Μπέρνχαρντ.

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και η Σύρμω Κεκέ καθηλώνουν στην πρώτη, καθοριστική, πράξη του έργου, ενώ η Καραμπέτη αγγίζει με την ερμηνεία της υψηλές υποκριτικές νότες –η σκηνή που σιδερώνει τα πουκάμισα έχει καταγραφεί ήδη στις κορυφαίες. Ο ρόλος της οικονόμου Τσίτελ πήρε τη μορφή της. Στο πλάι της η Σύρμω Κεκέ σκιαγράφησε τη νεαρή βοηθό, μέσα από μια εσωτερική ερμηνεία με σιωπές και παύσεις. Κορυφαίες όπως και συνολικά ο θίασος της «Πλατείας Ηρώων». Η Μαρία Σκουλά δίνει μια δυνατή ερμηνεία και ο Χρήστος Στέργιογλου αφήνει το αποτύπωμά του στον ρόλο.