Θαύμα, θαύμα. Οι άπιστοι έψαλαν το «Χριστός Ανέστη» και το Αγιο Φως φώτισε τις λαμπάδες των νεοπαγανιστών.
Γκρεμίστηκε το Σύμπαν, ήρθαν τα πάνω – κάτω, τα πόδια χτυπάνε το κεφάλι και τα ΜΑΤ τους ποδοσφαιριστές.
Η Δευτέρα Παρουσία ήρθε, είναι πια εδώ και οι αμαρτωλοί τρέμουν την οργή του Δημιουργού.
Τρέχουν δεξιά κι αριστερά αλαλάζοντας. Κραυγές μίσους και απόγνωσης ανακατεμένες με κατάρες και απειλές.
Ακόμα και τώρα, την ύστατη στιγμή, οι αμαρτωλοί παρά τον φόβο τους για την τιμωρία που τους περιμένει, παραμένουν αμετανόητοι. Ισως γιατί ελπίζουν πως ο ψευδοπροφήτης τους θα τους σώσει ξανά. Θα επαναφέρει την τάξη όπως αυτός την εννοεί. Θα ξαμολήσει τις ύαινές του, θα υπαγορεύσει τους Νόμους του που θα σμιλευτούν σε νέες πιο ανθεκτικές πέτρες, θα ταΐσει τα νηστικά στόματα που αφρίζουν μπροστά στον κίνδυνο, θα αναζητήσει νέους Βαραββάδες.
Τι μωρόπιστοι, αλήθεια. Ελπίζουν πως η Ιστορία θα τους κάνει εκπτώσεις και αντί της αγχόνης ο Ιούδας θα βάλει στο κεφάλι του δάφνινο στεφάνι. Τα τριάντα αργύρια θα εξακολουθήσουν να κουδουνίζουν στις τσέπες θυμίζοντας τα κατορθώματά του και ο ψευδοπροφήτης θα συνεχίσει το έργο του υφαίνοντας τον ιστό των προλήψεων και των αμφιβολιών που αποτελούν τη θρησκεία των αδυνάτων που εκπροσωπεί.
Η ρωγμή της ήττας του όμως είναι πια φανερή. Εχασε την ψυχραιμία του…