Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αν και με οριακή και αμφισβητούμενη πλειοψηφία –που σύμφωνα με τον «Economist» οδηγεί στην εγκαθίδρυση μιας «εκλεγμένης δικτατορίας» σε μια διχασμένη Τουρκία –μπορεί μεταξύ όλων των άλλων να θέσει και τυπικά τέλος στην παγωμένη διαπραγματευτική διαδικασία για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Τουρκία εμφανίζεται να μην εκπληροί πλέον κανένα από τα κριτήρια για ένταξη («κριτήρια Κοπεγχάγης»). Μια μη δημοκρατική χώρα δεν μπορεί να διαπραγματεύεται την προσχώρησή της στην Ενωση. Το μεγάλο πείραμα για την ένταξη μιας μουσουλμανικής αλλά ταυτόχρονα δημοκρατικής χώρας φαίνεται επομένως να αποτυγχάνει. Οι ευθύνες (και) της ΕΕ για την έκβαση αυτή είναι τεράστιες καθώς διέπραξε το στρατηγικό λάθος να παγώσει το 2007 τη διαπραγμάτευση έπειτα από πρωτοβουλία του (τότε) προέδρου της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί. Η Γαλλία αντιτάχθηκε στην προοπτική ένταξης της Τουρκίας για λόγους κυρίως πληθυσμιακούς καθώς δεν μπορούσε (και φαίνεται ότι δεν μπορεί) να αποδεχθεί ως μέλος της ΕΕ μια χώρα με πληθυσμό μεγαλύτερο από αυτόν της Γαλλίας (66 εκατ. κάτοικοι). Αν είχαν προχωρήσει οι διαπραγματεύσεις, πρώτον, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι ο Ερντογάν δεν θα είχε εγκαταλείψει την πολιτική του εξευρωπαϊσμού – εκδημοκρατισμού που ακολουθούσε μέχρι τότε και, δεύτερον, η Τουρκία θα ήταν πιθανότατα μέλος της Ενωσης. Αλλωστε η Κροατία με την οποία άρχισαν ταυτόχρονα τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις τον Οκτώβριο του 2005 είναι ήδη μέλος από το 2013.
Η μη ένταξη της Τουρκίας, χώρας την οποία πολλαπλώς έχει ανάγκη η ΕΕ, επαναφέρει στο τραπέζι με ευρύτερους γεωπολιτικούς όρους το παραδοσιακό Ανατολικό Ζήτημα. Αυτή τη στιγμή πάντως η Ενωση έχει να διαχειριστεί μια αυταρχική, απρόβλεπτη Τουρκία την οποία, παρά τον αυταρχισμό της, δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να απομονώσει. Επιπλέον, από την άλλη, δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να αγνοήσει την πολιτική πραγματικότητα και τις αρχές της δημοκρατικής «αιρεσιμότητας» (conditionality) στις σχέσεις της με «τρίτες χώρες». Τετραγωνισμός του κύκλου δηλαδή. Αποψή μου είναι ότι η ΕΕ δεν θα πρέπει να ακυρώσει οριστικά την ενταξιακή προοπτική για την Τουρκία. Θα πρέπει να την κρατήσει ανοιχτή ως προοπτική – κίνητρο για την επιστροφή της χώρας στη δημοκρατική πορεία.
Το πιθανότερο σενάριο από δω και πέρα είναι ότι ΕΕ και Τουρκία θα επιδιώξουν μια ειδική κυρίως οικονομική σχέση με την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης, διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη (η ΕΕ είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας) και με επιμέρους συμφωνίες (π.χ. για το Μεταναστευτικό – Προσφυγικό). Πολλά ωστόσο θα εξαρτηθούν από την αντίδραση του τραυματισμένου από το αποτέλεσμα Ερντογάν.
Το αδιέξοδο στην ενταξιακή προοπτική για την Τουρκία θέτει ιδιαίτερα την Ελλάδα μπροστά σε σοβαρά διλήμματα στρατηγικής. Η χώρα μας από το 1999 και μετά είχε διαμορφώσει τη σχέση της με την Τουρκία με βάση το πλαίσιο των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι –σύνδεση ένταξης της Τουρκίας με επίλυση των οποιωνδήποτε συνοριακών διαφορών είτε μέσω διαλόγου είτε με την παραπομπή τους στο Διεθνές Δικαστήριο. Βεβαίως εκτιμώ ως μείζον λάθος το γεγονός ότι η Ελλάδα επέλεξε μετά το 2004 να εγκαταλείψει ουσιαστικά το περιεχόμενο αυτής της «διασύνδεσης». Αν δεν το είχε εγκαταλείψει, ίσως αυτή τη στιγμή να ήταν λυμένα τα ελληνοτουρκικά προβλήματα. Παρά ταύτα, η προοπτική της ένταξης και η υποστήριξή της από πλευράς Ελλάδας αποτελούσε μια ισχυρή παράμετρο στη σχέση, που προσέφερε μια (μελλοντική) δυνατότητα για την πλήρη εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στη λογική ενός «συνεργατικού προτύπου» όπως συμβαίνει στο πλαίσιο της ΕΕ για τις διακρατικές σχέσεις. Το αδιέξοδο της ενταξιακής προοπτικής σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να επανακαθορίσει τη στρατηγική της σε ένα δυσμενέστερο περιβάλλον και χωρίς την ευεργετική προοπτική του διαμοιρασμού ενός κοινού θεσμικού μέλλοντος με τη γειτονική χώρα αλλά με ψυχραιμία και νηφαλιότητα. Με οποιαδήποτε Τουρκία η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να επιδιώκει ομαλές και καλές σχέσεις.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητήςτου Πανεπιστημίου Αθηνών